Τα αντικαταθλιπτικά είναι τα πιο διαδεδομένα χάπια στον κόσμο, γιατί ενισχύουν τη σερετονίνη γνωστή και ως «ορμόνη της ευτυχίας», με τους ασθενείς που τα λαμβάνουν να αυξάνονται δραματικά, αφού η κατάθλιψη σημειώνει νέα ρεκόρ στις ανεπτυγμένες χώρες. Ωστόσο, ο ιατρικός κόσμος είναι διαιρεμένος ως προς την χρήση τους, γιατί μέχρι πρόσφατα δεν είχε αποδειχτεί επιστημονικά ότι θεραπεύουν αποτελεσματικά τη συγκεκριμένη ψυχική πάθηση, αν και διαδόθηκε αυτή η πεποίθηση.
Αντιθέτως, πρόσφατη έρευνα κατέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς, δημιουργώντας νέα ερωτήματα. Στον ιστότοπο «Nature» δημοσιεύτηκε μελέτη που έγινε στο τέλος του Ιουλίου του 2022 από τους ψυχιάτρους Joanna Moncrieff και Mark Horowitz, υποστηρίζει πως «τα συμπεράσματα που προέκυψαν, θέτουν σε αμφισβήτηση τη βασική ιδέα που βρίσκεται πίσω από τη χρήση των αντικαταθλιπτικών».
Η αρθρογράφος του Guardian, Hannah Devlin, τονίζει ότι έκτοτε ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση για το εάν λειτουργούν οι παραδοσιακές θεραπείες κατά της κατάθλιψης και αν πράγματι υπάρχει η διάσημη «ορμόνη της ευτυχίας».
Η «τυχαία ανακάλυψη» της σεροτονίνης
Το 1950 ασθενείς με φυματίωση λαμβάνουν πειραματικά ιπρονιαζίδη και εμφανίζονται ασυνήθιστα χαρούμενοι, μετά από κάθε δόση χαπιού. Οι επιστήμονες διαπιστώνουν ότι στον εγκέφαλο τους έχει αυξηθεί η σερετονίνη, γιατί αναστέλλεται η δημιουργία ενζύμου για τη διάσπαση της.
Σύμφωνα με τους ειδικούς πρόκειται για μια εγκεφαλική ουσία με πολύπλοκο ρόλο, αφού ρυθμίζει βασικές λειτουργίες του σώματος, όπως τον ύπνο, την εντερική δραστηριότητα και τον σχηματισμό θρόμβων στο αίμα. Μάλιστα, δρα ως χημικός αγγελιοφόρος μεταξύ των νευρώνων, αλλά και ως μια μορφή ελέγχου, που εναλλάξ αυξάνει ή μειώνει το επίπεδο επικοινωνίας μεταξύ άλλων νευρώνων. «Η σεροτονίνη ρυθμίζει τη λειτουργία του εγκεφάλου και τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικά μέρη του επικοινωνούν μεταξύ τους», λέει χαρακτηριστικά ο Dr James Rucker, σύμβουλος ψυχικής υγείας στο ίδρυμα Maudsley NHS.
Τότε, κάνουν το λογικό άλμα και θεωρούν ότι αφού η αύξηση των επιπέδων σερετονίνης ωθεί στην ευφορία, τότε η μείωση οδηγεί στη θλίψη. Άρα, η κατάθλιψη συνδέεται με τα χαμηλά επίπεδα αυτής της ουσίας στον οργανισμό.
Έτσι, προχωρούν στη δημιουργία των αντικαταθλιπτικών για την καταπολέμηση της κατάθλιψης, τα οποία αυξάνουν τα επίπεδα σερετονίνης στον εγκέφαλο. Όμως από τη δεκαετία του ‘50 μέχρι και σχεδόν σήμερα, δεν είχε αποδειχτεί ποτέ η παραπάνω συσχέτιση.
Τι είναι τελικά η κατάθλιψη
Η σερετονίνη λοιπόν, ονομάζεται «ορμόνη της ευτυχίας» και «το μεγαλύτερο μέρος του κοινού θεωρεί ότι η σύνδεση με την κατάθλιψη έχει αποδειχθεί», λέει η Joanna Moncrieff, καθηγήτρια ψυχιατρικής στο University College του Λονδίνου. Εντούτοις, μετά τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο «Nature», ανοίγει ξανά η συζήτηση για τον ορισμό της κατάθλιψης, αν δηλαδή είναι αποκλειστικά μια σωματική ασθένεια, ή ένα πρόβλημα της ψυχής.
Η Moncrieff -ενός εκ των δύο συγγραφέων της έρευνας- τονίζει χαρακτηριστικά πως «πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε την κατάθλιψη ως ιατρική κατάσταση. Νομίζω ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι κοινωνικά προβλήματα. Το να προσπαθείς να τα αντιμετωπίσεις ως ατομικά προβλήματα δεν λειτουργεί».
«Αν είσαι σε καταθλιπτική κατάσταση, δεν μπορείς να δεις τη ζωή σου πολύ αντικειμενικά και να βρεις τι πήγε στραβά. Πολύ συχνά έχει να κάνει με χρέη, προβλήματα σχέσεων και μοναξιά», προσθέτει στη συνέχεια.
Εναλλακτικές θεραπείες και προσεγγίζεις του ζητήματος
«Η σεροτονίνη δεν πρόκειται να εξηγήσει όλη την κατάθλιψη. Είναι μια περίπλοκη διαταραχή και πιθανώς υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί υπαίτιοι», λέει ο καθηγητής Oliver Howes, ψυχίατρος με έδρα το Imperial College και το King’s College του Λονδίνου. Με βάση τον ίδιο, η φτώχεια, η κακή υγεία, η ανεργία, το πένθος και τα παιδικά τραύματα αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο κατάθλιψης και μπορεί να είναι ισχυροί καθοριστικοί παράγοντες της ψυχικής ασθένειας, όμως μερικές φορές αγνοούνται.
Η καθηγήτρια Catherine Harmer, διευθύντρια του Εργαστηρίου Ψυχοφαρμακολογίας και Συναισθηματικής Έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, τονίζει πως «ό,τι κι αν κάνουν τα αντικαταθλιπτικά, δεν πιστεύουμε ότι απλώς επηρεάζουν τη διάθεση. Όταν οι άνθρωποι έχουν κατάθλιψη, έχουν ένα αρνητικό φίλτρο και είναι πιο πιθανό να παρατηρήσουν αρνητικές πληροφορίες και αυτό ενισχύει τις αρνητικές εμπειρίες. Αν λαμβάνετε μόνο αρνητικές πληροφορίες, η ελπίδα και η ευχαρίστησή σας δεν έχουν προτεραιότητα. Κανείς δεν θέλει πραγματικά να επιβιώσει, σε μια τέτοια κατάσταση».
Έτσι, αναπτύσσονται εναλλακτικές θεραπείες για την κατάθλιψη, με χαρακτηριστική περίπτωση την αντικατάσταση των αντικαταθλιπτικών με άλλες φαρμακευτικές μεθόδους, επειδή έχει αποδειχτεί ότι εθίζουν και η χρόνια λήψη τους βλάπτει τον οργανισμό αντί να ωφελεί. Μια διαφορετική χημική θεραπεία είναι η λήψη μαγικών μανιταριών σε ελεγχόμενη ιατρική δόση και όχι σε μορφή ναρκωτικού, όπως διακινούνται στην αγορά.
Όπως αναφέρει η αρθρογράφος του Guardian, Hannah Devlin, γίνεται σαφές πως η «ορμόνη της ευτυχίας» αποτελεί μόνο ένα μέρος μιας περίπλοκης διαδικασίας. Αντιθέτως, η κατάθλιψη δεν είναι μια «χημική ανισορροπία» που μπορεί να εξουδετερωθεί με μια απλοϊκή έννοια. Υπάρχουν εξωτερικοί κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες που μπορούν να την προκαλέσουν και άλλοι που μπορούν να αξιοποιηθούν για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να γίνουν καλύτερα. Για να θεραπευτεί λοιπόν κάποιος, δεν πρέπει να παίρνει μόνο χάπια, αλλά και να γίνουν οι κατάλληλες αλλαγές στη ζωή του.