Η υψηλή αρτηριακή πίεση, γνωστή και ως υπέρταση, συμβαίνει όταν η δύναμη με την οποία το αίμα αντλείται μέσω του σώματος είναι υπερβολικά υψηλή.
Διαχωρίζεται σε συστολική, η αποκαλούμενη και ως «μεγάλη», και σε διαστολική πίεση, γνωστή και ως «μικρή». Και οι δύο μετριούνται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (mm Hg), που αντιπροσωπεύουν την πίεση στις αρτηρίες όταν η καρδιά συστέλλεται και όταν ξεκουράζεται. Μια φυσιολογική μέτρηση είναι συνήθως 120 (συστολική) και 80 (διαστολική) mm Hg.
Παράγοντες κινδύνου που αυξάνουν την αρτηριακή πίεση
Παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο υπέρτασης είναι:
- Ηλικία άνω των 40
- Παχυσαρκία
- Έλλειψη σωματικής δραστηριότητας
- Σακχαρώδης διαβήτης
- Χρόνια νεφρική νόσος
- Κληρονομικότητα
- Διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι και κορεσμένα λιπαρά
- Κάπνισμα
- Κατανάλωση αλκοόλ για δέκα ή περισσότερα χρόνια
- Έλλειψη καλίου στη διατροφή
Αιτίες ξαφνικής αύξησης της αρτηριακής πίεσης
Η υπέρταση μπορεί να είναι χρόνια ή να εμφανίζεται ξαφνικά. Σε περιπτώσεις ξαφνικής εμφάνισης, όταν η αιτία είναι άγνωστη, αναφέρεται ως ιδιοπαθής (ή πρωτοπαθής) υπέρταση. Όταν οι αιτίες της ξαφνικής υπέρτασης είναι γνωστές τότε ονομάζεται δευτεροπαθής υπέρταση. Τέτοιες αιτίες μπορεί να είναι:
- Υψηλό στρες
- Συγκεκριμένα φάρμακα
- Πρόσληψη καφεΐνης
- Άσκηση (με προσωρινή αύξηση της πίεσης)
- Χρήση ουσιών (κοκαΐνη, αμφεταμίνες)
Αιτίες και Παράγοντες: Μια σημαντική διαφορά
Οι αιτίες γενικά οδηγούν σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης που δεν διαρκεί για παρατεταμένη περίοδο και διαφέρουν από τους παράγοντες κινδύνου.
Οι αιτίες σχετίζονται με την άμεση ανάπτυξη υπέρτασης, ενώ οι παράγοντες κινδύνου που προαναφέρθηκαν αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισής της σε χρόνιο επίπεδο.
Παθήσεις που προκαλούν δευτεροπαθή υπέρταση
Στην περίπτωση που η υψηλή πίεση προκαλείται από μια υποκείμενη νόσο, που είναι δηλαδή αποτέλεσμα μιας άλλης ιατρικής πάθησης, τότε πρόκειται για δευτεροπαθή (ή δευτερογενή) υπέρταση.
Ορισμένες παθήσεις που μπορούν να προκαλέσουν υψηλή αρτηριακή πίεση είναι;
- Χρόνιος πόνος
- Σακχαρώδης διαβήτης
- Νεφρικές παθήσεις
- Υπνική άπνοια
- Διαταραχές του θυρεοειδούς (υποθυρεοειδισμός ή υπερθυρεοειδισμός )
- Σκληρόδερμα
- Σπειραματονεφρίτιδα (φλεγμονή των νεφρών)
- σύνδρομο Cushing
- Ακρομεγαλία
- Λύκος
Υπέρταση και εγκυμοσύνη
Η εγκυμοσύνη μπορεί να οδηγήσει σε εμφάνιση υψηλής πίεσης και μάλιστα μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Για να μειωθεί, συνιστάται:
- Σωματική δραστηριότητα (εφόσον επιτρέπεται από τον γιατρό)
- Ισορροπημένη διατροφή
- Περιορισμός του αλατιού
Φάρμακα που προκαλούν υπέρταση
Ορισμένα φάρμακα μπορεί να αυξήσουν την αρτηριακή πίεση, όπως:
- Αντισυλληπτικά χάπια
- Στεροειδή
- Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAIDs)
- Ορισμένα αποσυμφορητικά
- Συμπληρώματα που περιέχουν γλυκόριζα
- Ορισμένα αντικαταθλιπτικά (SSNRIs)
Συμπτώματα υψηλής πίεσης
Η υπέρταση είναι γνωστή και ως «σιωπηλός δολοφόνος», καθώς αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για μελλοντικά θανατηφόρα και μη καρδιαγγειακά επεισόδια – όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου, το ισχαιμικό και αιμορραγικό αγγειακό εγκεφαλικό, η καρδιακή ανεπάρκεια – αλλά και νεφρική ανεπάρκεια και περιφερική αρτηριοπάθεια.
Ως συμπτώματα, στην καθημερινότητα, μπορεί να προκαλέσει:
- Δυνατούς πονοκεφάλους
- Πόνο στο στήθος
- Ζάλη
- Δυσκολία στην αναπνοή
- Ναυτία
- Αρρυθμίες
- Ρινορραγίες
Μέτρηση και Επίπεδα Αρτηριακής Πίεσης
Η αρτηριακή πίεση διακρίνεται ως εξής:
- Κανονική: <120/<80 mm Hg
- Αυξημένη: 120–129/<80 mm Hg
- Υπέρταση σταδίου 1: 130–139/80–89 mm Hg
- Υπέρταση σταδίου 2: ≥140/≥90 mm Hg
- Υπερτασική κρίση: ≥180/≥120 mm Hg (επείγουσα κατάσταση)
Τρόποι αντιμετώπισης της αρτηριακής πίεσης
- Περιορισμός της πρόσληψης νατρίου (αλάτι).
- Ρύθμιση σωματικού βάρους
- Μείωση κατανάλωσης ζωικών και κορεσμένων λιπαρών. Διατροφή με άπαχα λευκά κρέατα (κοτόπουλο, γαλοπούλα και ψάρια).
- Αποφυγή αλκοόλ
- Αύξηση σωματικής δραστηριότητας
- Διακοπή του καπνίσματος.
- Αποφυγή και διαχείριση άγχους και στρες
- Έλεγχος και των υπόλοιπων προδιαθεσικών παραγόντων για εμφάνιση νόσου του καρδιαγγειακού συστήματος (χοληστερίνη, σάκχαρο, παχυσαρκία).
- Καρδιολογική παρακολούθηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα, 6 ή 12 μήνες το αργότερο.