Πολλοί άνθρωποι, ακόμα και στην Ελλάδα όπου το φως του ήλιου είναι άπλετο τις περισσότερες μέρες του χρόνου, μπορεί να παρουσιάσουν έλλειψη βιταμίνης D. Έτσι, καταφεύγουν σε συμπληρώματα βιταμινών, για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Τι γίνεται, όμως, όταν συσσωρευτεί πολλή βιταμίνη D στον οργανισμό; Η τοξικότητα της βιταμίνης D είναι σπάνια, αλλά εμφανίζεται όταν κάποιος πάρει εξαιρετικά υψηλές δόσεις από αυτή. Συνήθως αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου.
Τοξικότητα της βιταμίνης D: Πώς συμβαίνει;
Η τοξικότητα της βιταμίνης D, αποκαλούμενη και υπερβιταμίνωση D, συμβαίνει όταν τα επίπεδα της βιταμίνης D στο σώμα σας είναι τόσο υψηλά που προκαλούν βλάβη. Η βιταμίνη αυτή, είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη. Σε αντίθεση με τις υδατοδιαλυτές βιταμίνες, το σώμα σας δεν έχει εύκολο τρόπο να απαλλαγεί από τις λιποδιαλυτές βιταμίνες.
Η ενεργός μορφή της βιταμίνης D λειτουργεί παρόμοια με μια στεροειδή ορμόνη. Ταξιδεύει μέσα στα κύτταρα, λέγοντάς τους να ενεργοποιήσουν ή να απενεργοποιήσουν τα γονίδια. Συνήθως, το μεγαλύτερο μέρος της βιταμίνης D του σώματός σας βρίσκεται αποθηκευμένο είτε σε υποδοχείς βιταμίνης D είτε σε πρωτεΐνες – φορείς. Πολύ λίγη «ελεύθερη» βιταμίνη D είναι διαθέσιμη.
Ωστόσο, όταν η πρόσληψη βιταμίνης D είναι εξαιρετικά υψηλή, τα επίπεδα σε αυτή μπορεί να γίνουν τόσο υψηλά, που δεν απομένει καθόλου χώρος στους υποδοχείς ή στις πρωτεΐνες – φορείς. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα «ελεύθερης» βιταμίνης D στο σώμα, η οποία μπορεί να ταξιδέψει στο εσωτερικό των κυττάρων και να εξουδετερώσει τις διαδικασίες σηματοδότησης που επηρεάζονται από τη βιταμίνη D.
Μία από τις κύριες διαδικασίες σηματοδότησης έχει να κάνει με την αύξηση της απορρόφησης του ασβεστίου από το πεπτικό σύστημα και τα οστά σας. Ως αποτέλεσμα, το κύριο σημάδι της τοξικότητας της βιταμίνης D είναι η υπερασβεστιαιμία ή τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα σας. Τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου μπορεί να προκαλέσουν διάφορα συμπτώματα. Το ασβέστιο μπορεί να συνδεθεί με άλλους ιστούς, συμπεριλαμβανομένων των νεφρών σας, και να τους βλάψει.
Επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα: Βέλτιστα έναντι υπερβολικών
Η βιταμίνη D είναι μια απαραίτητη βιταμίνη και σχεδόν κάθε κύτταρο του σώματός σας έχει έναν υποδοχέα για αυτήν. Παράγεται στο δέρμα κατά την έκθεση στον ήλιο. Επίσης, απορροφάται από τις τροφές. Οι φυσικές πηγές βιταμίνης D περιλαμβάνουν τα έλαια από το συκώτι ψαριού και τα λιπαρά ψάρια.
Επειδή λίγα τρόφιμα περιέχουν φυσικά βιταμίνη D, τα τρόφιμα που είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνη D αποτελούν σημαντική πηγή αυτής της θρεπτικής ουσίας. Η βιταμίνη D είναι πολύ σημαντική για την υγεία των οστών και έχει συνδεθεί με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και την προστασία από ορισμένες μορφές καρκίνου.
Οι κατευθυντήριες γραμμές για τα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας έχουν ως εξής:
- 20-50 νανογραμμάρια ανά χιλιόλιτρο (ng/mL) ή 50-125 nmol ανά λίτρο (nmol/L).
- Ασφαλές ανώτερο όριο: 50 ng/mL ή 125 nmol/L
- Τοξικό: πάνω από 50-60 ng/mL, ή πάνω από 125-150 nmol/L
Σύμφωνα με το healthline.com, υπάρχει κάποια διαφωνία σχετικά με το πόση ποσότητα βιταμίνης D είναι η βέλτιστη για την υγεία. Άλλοι ειδικοί, όπως η Ενδοκρινική Εταιρεία, λένε ότι το επιθυμητό εύρος είναι 40-60 ng/mL.
Πόση βιταμίνη D είναι η υπερβολική ποσότητα;
Τα ανώτερα όρια για τη βιταμίνη D περιλαμβάνουν την ποσότητα που λαμβάνετε από τη συνολική πρόσληψη, συμπεριλαμβανομένων των διαιτητικών πηγών και των συμπληρωμάτων βιταμίνης D.
Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας αναφέρουν το ανώτατο όριο για τη βιταμίνη D ανά ηλικιακή ομάδα, ως εξής:
- 0-6 μηνών: 25 μικρογραμμάρια (1.000 IU)
- 7-12 μηνών: 38 μικρογραμμάρια (1.500 IU)
- 1-3 έτη: 63 μικρογραμμάρια (2.500 IU)
- 4-8 έτη: 75 μικρογραμμάρια (3.000 IU)
- 9 ετών και άνω: 100 μικρογραμμάρια (4.000 IU)
Η τοξικότητα της βιταμίνης D προκαλείται γενικά από υπερβολικές δόσεις συμπληρωμάτων βιταμίνης D και όχι από τη διατροφή ή την έκθεση στον ήλιο.