Μια απίστευτη ανακάλυψη έρχεται να φέρει τα πάνω κάτω στο θέμα της γυμναστικής. Ερευνητές του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας (ANU) εντόπισαν στο σώμα σωματίδια λιπιδίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα χάπι που μιμείται τα οφέλη της άσκησης στην υγεία.
Η ανακάλυψη μπορεί στο μέλλον να αποβεί σωτήρια για ασθενείς που δεν είναι σε θέση να συμμετέχουν σε σωματικές δραστηριότητες, όπως εκείνοι που πάσχουν από Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον.
Σε περίπτωση που σκέφτεστε ότι το συγκεκριμένο χάπι θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις ώρες γυμναστηρίου, δυστυχώς δεν προορίζεται για το ευρύ κοινό, αλλά μόνο όσους πάσχουν από νευροεκφυλιστικές ασθένειες.
«Γνωρίζουμε πως η άσκηση σε ασθενείς που πάσχουν από νευροεκφυλιστικές ασθένειες, όπως Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον, μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση και την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου. Προφανώς δεν μπορούμε να συμπεριλάβουμε όλες τις ευεργετικές ιδιότητες της άσκησης σε ένα μόνο χάπι, καθώς τα οφέλη της εκτείνονται σε όλο το σώμα και υπερβαίνουν αυτά που θα μπορούσαν να “συνταγογραφηθούν”. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο στόχος», αναφέρει ο Dr Joshua Chu-Tan σύμφωνα με το healthstories.gr.
Η επίδραση στην όραση
Ο αναπληρωτής καθηγητής Riccardo Natoli, επικεφαλής του Κέντρου Έρευνας για την Υγιή Όραση στο ANU, υποστήριξε ότι αυτά τα μοριακά σήματα, που αποστέλλει ο οργανισμός στον εγκέφαλο και τα μάτια μετά την άσκηση, θα μπορούσαν να αποτελέσουν βασικό συστατικό ενός χαπιού και να λαμβάνονται ως συμπληρώματα.
«Ουσιαστικά συνταγογραφούμε το μοριακό μήνυμα της άσκησης σε όσους δεν μπορούν να ασκηθούν», εξήγησε.
Εκτός από τη σωματική υγεία, οι επιστήμονες, που έκαναν την σχετική δημοσίευση στο ακαδημαϊκό περιοδικό Clinical and Experimental Ophthalmology, μελετούν επίσης την επίδραση αυτών των μοριακών σημάτων στο κεντρικό νευρικό σύστημα και τον αμφιβληστροειδή χιτώνα.
«Γνωρίζουμε ότι η άσκηση ωφελεί την όραση αλλά όχι σε ποιο βαθμό. Στόχος μας είναι να τα κατανοήσουμε σε μοριακό επίπεδο και με ποιους μηχανισμούς ευεργετούν το κεντρικό νευρικό σύστημα και τον αμφιβληστροειδή» ανέφερε ο Dr Joshua Chu-Tan.