Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί για όσους περνούν ή πέρασαν κορονοϊό η διαταραχή της όσφρησης και της γεύσης. Μάλιστα όπως τονίζουν οι ειδικοί σε πολλές περιπτώσεις η ανοσμία και η αγευσία μπορεί να είναι και τα μοναδικά συμπτώματα της νόσου. Πότε επανέρχονται οι αισθήσεις και τι πρέπει να κάνουν όσοι βλέπουν πως «η επιστροφή» τους αργεί;
Σύμφωνα με τους επιστήμονες τις περισσότερες περιπτώσεις, η όσφρηση επανέρχεται ύστερα από τέσσερις εβδομάδες, ωστόσο για τις περιπτώσεις που αυτή εξακολουθεί να υφίσταται ενδείκνυται θεραπευτικά η οσφρητική εκπαίδευση.
«Η οσφρητική εκπαίδευση είναι μια διαδικασία, όπου ο ασθενής καθημερινά και για λίγους μήνες μυρίζει συγκεκριμένες οσμές με σκοπό να ενεργοποιηθεί ξανά το οσφρητικό νεύρο. Συγκεκριμένα, ο ασθενής μυρίζει κάθε μέρα τουλάχιστον δυο φορές μια σειρά συγκεκριμένων βασικών οσμών, όπως λεμόνι, τριαντάφυλλο και επιπλέον κάποιες άλλες, που ο γιατρός προσθέτει ανάλογα με τις ανάγκες και την απώλεια όσφρησης του ασθενή κατά τρόπο παρόμοιο με αυτό που κάνουν οι δοκιμαστές κρασιών για να γίνουν καλύτεροι. Οι σχετικές οδηγίες για τη σωστή εκτέλεση της οσφρητικής εκπαίδευσης, καθώς και η παρακολούθηση με οσφρητικό τεστ της πορείας της θεραπείας, γίνεται από τον εξειδικευμένο ΩΡΛ. Με τον τρόπο αυτό έχουν λάβει θεραπεία πάνω από 150 ασθενείς στο ειδικό ιατρείο της Β’ ΩΡΛ Κλινικής του ΑΠΘ, με βελτίωση της οσφρητικής ικανότητας σε περισσότερους από το 65% των ασθενών» αναφέρει ο αναπληρωτής καθηγητής ΩΡΛ στο ΑΠΘ, Ιορδάνης Κωνσταντινίδης στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Συνεδρίου Ρινολογίας και Φλεγμονωδών Παθήσεων Ανώτερου Αναπνευστικού.
Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντινίδη φαίνεται ότι ο κορονοϊός είναι πιο επικίνδυνος για την όσφρηση στην Καυκάσια φυλή (περίπου στο 50%) σε αντίθεση με τους Ασιάτες (15%). Επίσης φαίνεται ότι προσβάλλει περισσότερο όσους έχουν ήπια συμπτώματα σε σχέση με όσους έχουν σοβαρή νόσο, με αποτέλεσμα η απώλεια όσφρησης να αφορά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Τέλος, υπάρχουν στοιχεία που συνηγορούν ότι οι μεταλλάξεις του ιού φαίνεται να είναι περισσότερο επικίνδυνες σχετικά με την προσβολή της όσφρησης και της γεύσης από το αρχικό στέλεχος του ιού.
«Η ανοσμία και η αγευσία αποτελούν ισχυρές ενδείξεις παρουσίας της λοίμωξης σε σχέση με άλλα συμπτώματα, όπως π.χ. ο βήχας. Μπορεί δε να είναι και τα μοναδικά συμπτώματα αυτής. Σε κάθε περίπτωση ασθενούς που παραπονείται για ανοσμία και αγευσία, θα πρέπει αυτός να θεωρείται πιθανώς θετικός στη λοίμωξη κι αυτό είτε να επιβεβαιώνεται με τεστ ανίχνευσης του ιού είτε εάν αυτό δεν είναι εφικτό, ο ασθενής να μπαίνει σε καραντίνα για διάστημα 14 ημερών. Η απώλεια όσφρησης και γεύσης, παρότι συχνή και σχετικά μεγάλου βαθμού στις περισσότερες των περιπτώσεων (περίπου 2 στους 3), βελτιώνεται σημαντικά εντός τεσσάρων εβδομάδων» επισημαίνει όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Τι συνιστάται στις περιπτώσεις η ανοσμία επιμένει
Εστιάζοντας στους ασθενείς που συνεχίζουν να έχουν τα συμπτώματα αυτά, ο κ. Κωνσταντινίδης συνιστά:
- Να απευθυνθούν σε ωτορινολαρυγγολόγο με εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της απώλειας όσφρησης, ώστε να ελεγχθεί η όσφρηση με ειδικό τεστ.
- Το τεστ είναι καλό να γίνεται ύστερα από 4 εβδομάδες από την εμφάνιση του συμπτώματος, γιατί είναι πιθανώς σε αυτό το διάστημα να επανέλθει.
- Θεραπευτικά ενδείκνυται η οσφρητική εκπαίδευση, μια διαδικασία όπου ο ασθενής καθημερινά και για λίγους μήνες μυρίζει συγκεκριμένες οσμές με σκοπό να ενεργοποιηθεί ξανά το οσφρητικό νεύρο.