Μπορεί η γρήγορη ανάπτυξη εμβολίων κατά του κορονοϊού να ενίσχυσε τις ελπίδες για το τέλος της πανδημίας την ίδια όμως στιγμή είναι έντονες οι ανησυχίες για το τι θα συμβεί με στις φτωχές χώρες.
Τα προγράμματα εμβολιασμού κατά της covid-19 στην Κίνα και την Ινδία θα διαρκέσουν ως το τέλος του 2022 λόγω του μεγέθους του πληθυσμού των χωρών αυτών, σύμφωνα με έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη (27/1) ενώ περισσότερες από 85 φτωχές χώρες δεν θα έχουν ευρεία πρόσβαση σε εμβόλια πριν το 2023.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε χθες Τρίτη ότι οι ΗΠΑ έχουν στόχο να διασφαλίσουν επιπλέον 200 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων κατά της covid-19 από τις Pfizer/BioNTech και τη Moderna ως το καλοκαίρι.
Στην Ευρώπη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταρτίζει πρόταση για να περιορίσει τις εξαγωγές εμβολίων κατά της covid-19 εν μέσω αγανάκτησης για τις καθυστερήσεις στην παράδοση των εμβολίων της AstraZeneca και άλλων προβλημάτων στις προμήθειες.
«Οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα έχουν ευρεία πρόσβαση σε εμβόλια πριν το 2023 το νωρίτερο», δήλωσε η Αγκάτ Ντεμαρέ, διευθύντρια του Economist Intelligence Unit, ενός ερευνητικού τμήματος του Economist Group.
«Κάποιες από αυτές τις χώρες -κυρίως οι πιο φτωχές με νεαρό δημογραφικό προφίλ- ενδέχεται να μην έχουν κίνητρο να διανείμουν εμβόλια, κυρίως αν η covid-19 έχει εξαπλωθεί πολύ ή αν τα κόστη αποδειχθούν μεγάλα», επεσήμανε η ίδια όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι περισσότερες χώρες στην Αφρική είναι απίθανο να έχουν πετύχει ευρεία εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού τους πριν τις αρχές του 2023, ενώ πολλές ασιατικές χώρες θα έχουν μεγάλη πρόσβαση σε εμβόλια στο τέλος του 2022.
Η έκθεση αναφέρει ότι οι παραδόσεις εμβολίων στις φτωχές χώρες μέσω του προγράμματος COVAX, το οποίο στηρίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ενδέχεται να είναι βραδεία εξαιτίας των καθυστερήσεων στις προμήθειες εμβολίων στις πλούσιες χώρες και των κακών υποδομών στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Το COVAX αναφέρει ότι 1,8 δισεκατομμύριο δόσεις θα παρασχεθούν σε 92 φτωχές χώρες το 2021, αριθμός που καλύπτει περίπου το 27% του πληθυσμού τους.