Εξίσου αποτελεσματική με τον εμβολιασμό μπορεί να είναι η φυσική ανοσία που αποκτά κάποιος έπειτα από λοίμωξη Covid-19, για περίοδο τουλάχιστον πέντε μηνών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις Βρετανών επιστημόνων.
Η μεγάλη μελέτη SIREN του αγγλικού οργανισμού δημόσιας υγείας Public Health England πραγματοποιήθηκε σε περισσότερους από 20.000 υγειονομικούς.
Με βάση τα προκαταρκτικά ευρήματά τους, οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Σούζαν Χόπκινς, που έκαναν την προδημοσίευση στο medRxiv, σύμφωνα με το «Nature» και τους «Financial Times», κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ανοσολογική απόκριση μετά από αρχική λοίμωξη Covid-19 μειώνει κατά 83% τον κίνδυνο να κολλήσει κάποιος ξανά κορονοϊό μέσα στους επόμενους τουλάχιστον πέντε μήνες.
Τα στοιχεία της μελέτης, όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ, δείχνουν ότι οι επαναλοιμώξεις είναι πολύ σπάνιες, καθώς συνέβησαν σε λιγότερο από το 1% των 6.614 συμμετεχόντων που ήδη είχαν αρρωστήσει με Covid-19. Αν και η πιθανότητα είναι μικρή, κάποιος που κόλλησε τον κορονοϊό στο πρώτο κύμα της άνοιξης, θα μπορούσε να μολυνθεί ξανά στο τρέχον δεύτερο πανδημικό κύμα.
Από την άλλη πλευρά, διαπιστώθηκε ότι όσοι μολύνονται ξανά από τον κορονοϊό μπορεί να έχουν μεγάλο ιικό φορτίο, δηλαδή υψηλά επίπεδα του ιού στη μύτη και τον λαιμό τους, ακόμη και αν είναι ασυμπτωματικοί, πράγμα που τους καθιστά δυνητικά πιο μεταδοτικούς σε άλλους.
«Γνωρίζουμε, πλέον, ότι οι περισσότεροι από όσους είχαν τον κορονοϊό και ανέπτυξαν αντισώματα είναι προστατευμένοι από επαναλοίμωξη, όμως αυτό δεν είναι απόλυτο και δεν ξέρουμε ακόμη πόσο διαρκεί η προστασία. Αν κάποιος ήδη είχε τη νόσο Covid-19, είναι απίθανο να αναπτύξει ξανά σοβαρή λοίμωξη. Όμως, υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος να κολλήσει ξανά τον ιό και να τον μεταδώσει σε άλλους», τόνισε η Χόπκινς.
«Η επαναλοίμωξη είναι αρκετά ασυνήθιστη, πράγμα που είναι καλό νέο. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος είναι ελεύθερος να τριγυρίζει πλέον χωρίς μάσκα», σχολίασε ο ανοσολόγος Τζον Γουέρι του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.
Η ευρισκόμενη σε εξέλιξη SIREN, που ξεκίνησε τον Ιούνιο στο υγειονομικό προσωπικό της Βρετανίας, είναι η μεγαλύτερη μελέτη επαναλοίμωξης με κορονοϊό στον κόσμο. Οι συμμετέχοντες κάνουν κάθε δύο έως τέσσερις εβδομάδες τεστ αίματος για αντισώματα κατά του ιού SARS-CoV-2, καθώς και μοριακά τεστ PCR για διάγνωση του ίδιου του κορονοϊού.
Σε διάστημα πέντε μηνών βρέθηκαν 44 πιθανές περιπτώσεις επαναλοίμωξης, μερικές από τις οποίες ακόμη αξιολογούνται. Μόνο το 30% των 44 ανθρώπων με πιθανή επαναλοίμωξη είχαν συμπτώματα, έναντι ποσοστού 78% μεταξύ όσων είχαν μολυνθεί για πρώτη φορά.
Προς το παρόν, οι ερευνητές δεν έχουν αρκετά στοιχεία που να δείχνουν ποιος μπορεί να κινδυνεύει περισσότερο από επαναληπτική λοίμωξη. Για την ανοσία που αποκτάται μέσω εμβολιασμού, η μελέτη θα έχει περισσότερα στοιχεία αργότερα εντός του έτους.
Η μελέτη, επίσης, θα συλλέξει περισσότερα δεδομένα σε βάθος χρόνου για να φωτίσει το ερώτημα πόσο πολύ διαρκεί η φυσική ανοσία, αλλά και σε ποιο βαθμό η τελευταία προστατεύει έναντι των νέων πιο μεταδοτικών στελεχών του κορονοϊού, όπως η «βρετανική» μετάλλαξη Β.1.1.7. Ο ελληνικής καταγωγής ανοσολόγος Γιώργος Κασσιώτης του ερευνητικού Ινστιτούτου Κρικ του Λονδίνου δήλωσε ότι «πρόκειται για ακόμη ένα ανοικτό ερώτημα», καθώς είναι πιθανό η ανοσιακή απόκριση έναντι ενός στελέχους του ιού να είναι λιγότερο αποτελεσματική έναντι άλλη παραλλαγής του.