Πέντε άνθρωποι στη βόρεια Λιβερία έχασαν τη ζωή τους από αιμορραγικό πυρετό ο οποίος υπάρχουν υποψίες πως οφείλεται στον ιό Έμπολα. Συνολικά εντοπίστηκαν στην περιοχή έξι πιθανά κρούσματα, κοντά στα σύνορα με τη Γουινέα, όπου καταγράφεται επιδημία, ανακοίνωσε σήμερα το υπουργείο Υγείας στη Μονρόβια.
«Ως σήμερα το πρωί, καταγράφηκαν έξι κρούσματα, περιλαμβανομένων πέντε ανθρώπων που είναι ήδη νεκροί: τέσσερις γυναίκες και ένα παιδί γένους αρσενικού», ανέφερε ο Ουόλτερ Γκουένιγκεϊλ, ο υπουργός Υγείας της Λιβερίας, σε ανακοίνωσή του και πρόσθεσε ότι ένα έκτο κρούσμα, ένα κοριτσάκι, δέχεται ιατρικές περιποιήσεις.
Τα πρόσωπα αυτά, η εθνικότητα των οποίων δεν διευκρινίστηκε, μετέβησαν από τη νότια Γουινέα στη Λιβερία για να ζητήσουν βοήθεια σε νοσοκομεία στη βόρεια Λιβερία, στην περιοχή Λόφα, ανέφερε ο υπουργός.
Ο ίδιος σημείωσε ότι λιβεριανοί επιθεωρητές του τομέα της υγείας βρίσκονται στην περιοχή από την Παρασκευή και «ήδη ερευνούν την κατάσταση, εξετάζουν τις επαφές (που είχαν οι ασθενείς), συνέλεξαν δείγματα αίματος και ενημερώνουν τις (τοπικές) υγειονομικές αρχές για την ασθένεια».
Στο Κόνακρι στο μεταξύ, το υπουργείο Υγείας της Γουινέας και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανέφεραν σε κοινή τους ανακοίνωσε ότι η αρχές στη Γουινέα «κατέγραψαν από τον Ιανουάριο ως την 23η Μαρτίου συνολικά έναν αριθμό 87 υπόπτων κρουσμάτων ιογενούς αιμορραγικού πυρετού, εκ των οποίων οι 61 (ασθενείς) απεβίωσαν», στην πλειονότητά τους στο νότο.
Οι πρώτες αναλύσεις των δειγμάτων που εστάλησαν σο Ινστιτούτο Παστέρ της Λιόν στη Γαλλία έδειξαν ότι τα κρούσματα του αιμορραγικού πυρετού στη νότια Γουινέα οφείλονται στον ιό Έμπολα.
Μέχρι σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί καμία θεραπεία, ούτε εμβόλιο για τον ιό Έμπολα, που μεταδίδεται από την άμεση επαφή με το αίμα ή τις σωματικές εκκρίσεις του πάσχοντα. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί από τη σεξουαλική επαφή αλλά και από την επαφή με τα πτώματα. Ο ιός είχε εντοπιστεί για πρώτη φορά το 1976 στην ΛΔ Κονγκό, κοντά στον Ποταμό Έμπολα.
Οι αρχές της Γουινέας, η επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού στη χώρα, ο ΠΟΥ, η UNICEF και μη κυβερνητικές οργανώσεις όπως τα παραρτήματα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα (MSF) του Βελγίου και της Ελβετίας πασχίζουν κυρίως αυτή τη στιγμή να εμποδίσουν την εξάπλωση του ιού.