Μπορεί η κολονοσκόπηση να θεωρείται η καλύτερη μέθοδος για τον διαγνωστικό έλεγχο του καρκίνου του εντέρου, παρ’ όλα αυτά παρουσιάζει κάποια κενά σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη, που κάλυψε μια περίοδο 14 ετών, διαπίστωσε ότι περίπου το 6% των περιστατικών του καρκίνου του εντέρου διαγιγνώσκονται τρία έως πέντε χρόνια μετά την κολονοσκόπηση που έκανε ο ασθενής και είχε βγει «καθαρή».
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Καρκίνου Χάντσμαν του Πανεπιστημίου της Γιούτα, με επικεφαλής τον γαστρεντερολόγο Τζιούελ Σάμαντερ, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό «Gastroenterology», ανέφεραν ότι το «χαμένο» 6% αφορά είτε καρκίνους που παραβλέφθηκαν από τον γιατρό τη στιγμή της κολονοσκόπησης, είτε όγκους που αναπτύχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα ανάμεσα σε δύο κολονοσκοπήσεις.
Οι γιατροί συνιστούν στους ασθενείς άνω των 50 ετών να κάνουν κολονοσκόπηση κάθε δέκα χρόνια, ενώ για τα άτομα αυξημένου κινδύνου (π.χ. ανίχνευση πολυπόδων σε προηγούμενο έλεγχο) κάθε πέντε χρόνια το πολύ.
«Η κολονοσκόπηση δεν είναι τέλεια. Βρήκαμε ότι οι “χαμένοι” καρκίνοι τείνουν να εμφανίζονται σε ασθενείς άνω των 65 ετών, με οικογενειακό ιστορικό ορθοκολικού καρκίνου, στους οποίους είχαν ανακαλυφθεί (προκαρκινικοί) πολύποδες στο παρελθόν» δήλωσε ο Τζιούελ Σάμαντερ.
Επιπλέον, οι «χαμένοι» καρκίνοι είναι πιθανότερο να εμφανιστούν στη δεξιά πλευρά του παχέος εντέρου, στα όρια του οπτικού πεδίου του ενδοσκοπίου. Αυτό συμβαίνει ακόμη κι αν οι ασθενείς έχουν προηγουμένως κάνει σωστά την προετοιμασία καθαρισμού του εντέρου τους, ώστε να μην εμποδίζεται ο έλεγχος από τον γιατρό.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «οι καρκίνοι στη δεξιά πλευρά του εντέρου συχνά είναι βιολογικά διαφορετικοί από εκείνους σε άλλα μέρη του εντέρου και προέρχονται από διαφορετικά είδη πολυπόδων. Αυτοί οι δεξιοί πολύποδες είναι πιο επίπεδοι και πιο γρήγορα αναπτυσσόμενοι, γεγονός που πιθανώς εξηγεί γιατί μπορεί να μην είναι ορατοί κατά την κολονοσκόπηση ή γιατί ένας καρκίνος είναι δυνατό να αναπτυχθεί μετά, ακόμη κι αν δεν φαίνεται κάποιος πολύποδας».