Τα αίτια της δυσκοιλιότητας είναι πολλαπλά και περιλαμβάνουν ενδοκρινικούς και μεταβολικούς παράγοντες, νευρολογικές και ψυχολογικές ασθένειες, συνεχής φαρμακοθεραπεία, ανισορροπία ηλεκτρολυτών, ακινησία, μειωμένο αίσθημα της δίψας, μειωμένη πρόσληψη νερού και φυτικών ινών.
Μόνο στις περιπτώσεις μειωμένης πρόσληψης φυτικών ινών και νερού από τον ασθενή, καθώς και χαμηλών επιπέδων φυσικής δραστηριότητας, έχει παρατηρηθεί βελτίωση των συμπτωμάτων της νόσου με την αντίστοιχη αύξησή τους, ύστερα από κατάλληλη σύσταση.
Έτσι λοιπόν, όσο αφορά στην πρόσληψη νερού, το ερώτημα είναι αν μπορεί η έλλειψη πρόσληψης νερού να προκαλεί δυσκοιλιότητα. Επιπλέον, η επαρκής κατανάλωση του βοηθάει στην αντιμετώπιση της;
Η χαμηλή πρόσληψη νερού μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη περιεκτικότητά του στα κόπρανα, κάτι που μπορεί με τη σειρά του να οδηγήσει σε δυσκοιλιότητα, παρά το γεγονός ότι μια πιθανή αύξηση της κατανάλωσης νερού δεν είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε βελτίωση της δυσκοιλιότητας. Τα σκληρά κόπρανα μπορεί να μαλακώσουν με την αύξηση της κατανάλωσης υγρών και παράλληλα μπορεί να επιτευχθεί και αύξηση του όγκου τους. Καθώς η πρόσληψη υγρών μπορεί να μεταβληθεί από 500-2500 ml ημερησίως σε υγιή άτομα, μπορεί να μεταβληθεί και ο αριθμός των κενώσεων ανά βδομάδα, αλλά και το βάρος των κοπράνων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών, η κατανάλωση υγρών διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην μείωση της δυσκοιλιότητας, ειδικότερα σε καταστάσεις που το άτομο είναι αφυδατωμένο ή καταναλώνει πολύ μικρές ποσότητες υγρών συνολικά ημερησίως (~500ml).
Επιπλέον η επίδραση της λήψης υγρών στην αποτελεσματικότητα της λήψης των φυτικών ινών δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένη από τις έρευνες, αν και ορισμένες υποστηρίζουν ότι ο συνδυασμός τους μπορεί να επιφέρει μικρή αλλαγή στο χρόνο διέλευσης στο έντερο και στη συχνότητα κενώσεων.
Τα επιπλέον υγρά που απαιτούνται σε συνάρτηση με τις φυτικές ίνες που λαμβάνονται δεν είναι προσδιορισμένα επαρκώς, αλλά ακόμα και μια λήψη 2 λίτρων ημερησίως δεν μπορεί να εγγυηθεί τη συνέπεια των κενώσεων ακόμα και στα υγιή άτομα. Και αυτό διότι σύμφωνα με μελέτη που έγινε σε υγιείς που κατανάλωναν μέχρι 2 λίτρα νερό την ημέρα, βρέθηκε αύξηση της παραγωγής ούρων, αλλά η συχνότητα της κένωσης δεν άλλαξε. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, αν σκεφτούμε ότι η απορροφητική ικανότητα του εντέρου είναι 7-10 λίτρα ημερησίως.
Ωστόσο την επίδραση της χαμηλής πρόσληψης υγρών και φυτικών ινών στην εμφάνιση δυσκοιλιότητας τη μελέτησε και η ΝΗΑΝΕS από το 2005-2008, η οποία υποστηρίζει ότι η χαμηλή πρόσληψη υγρών αποτελεί έναν παράγοντα πρόβλεψης για εμφάνιση δυσκοιλιότητας, σε αντίθεση με την έλλειψη άσκησης ή την μειωμένη πρόσληψη φυτικών ινών που δεν αποτελούν αντίστοιχο παράγοντα.
Στην ποσότητα των υγρών που υπολογίστηκαν στην έρευνα, συμπεριλήφθηκαν και τα υγρά τα οποία καταναλώνονταν μέσω φαγητού, καθώς και η υγρασία των τροφίμων. Όταν αξιολογήθηκε η συνολική πρόσληψη υγρών και φυτικών ινών από τα τρόφιμα που καταναλώνονταν, βρέθηκε ότι τα υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης της νόσου ήταν στα άτομα που κατανάλωναν φυτικές ίνες <10γρ/ημέρα και υγρά <1882ml/ημέρα και στα δύο φύλα.
Σε μια μεγάλη μελέτη Γιαπωνέζων μαθητών βρέθηκε ότι ούτε η συνολική πρόσληψη διαιτητικών ινών ούτε η συνολική πρόσληψη νερού και άλλων υγρών σχετίζoνται με την εμφάνιση δυσκοιλιότητας. Φάνηκε όμως ότι η μειωμένη πρόσληψη υγρών που περιέχονται στα τρόφιμα συσχετίζεται με αυξημένη εμφάνιση δυσκοιλιότητας.
Επιπλέον, αυτό που έδειξε η συγκεκριμένη μελέτη ήταν ότι και η μειωμένη πρόσληψη μαγνησίου σχετίζεται με αυξημένη εμφάνιση δυσκοιλιότητας. Το μαγνήσιο μπορεί να σχηματίσει κιτρικά άλατα, προάγοντας έτσι τη διατήρηση υγρών στο γαστρεντερικό σωλήνα, αλλάζοντας έμμεσα την κινητικότητα του εντέρου και δρώντας σαν ήπιο καθαρτικό. Ωστόσο, δεν υπάρχουν μελέτες που να έχουν μελετήσει εκτενώς την αποτελεσματικότητα της πρόσληψης νερού και μαγνησίου στη δυσκοιλιότητα.
Συμπερασματικά λοιπόν, δεν υπάρχουν πολλές έρευνες που να μελετούν το αν η δυσκοιλιότητα σε ασθενείς βελτιώνεται με την κατανάλωση περισσότερων υγρών και τα αποτελέσματα όσων έχουν δημοσιευθεί είναι ανεπαρκή για να υποστηρίξουν μια βέβαιη και ισχυρή αιτιολογική σχέση μεταξύ της πρόσληψης υγρών και της εμφάνισης της νόσου.
Πηγή: mednutrition.gr