Η πανδημία του κορονοϊού έχει αλλάξει τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Απλές, καθημερινές συνήθειες απαγορεύτηκαν ενώ διάχυτη είναι στην κοινή γνώμη η αντίληψη ότι τα άγρια ζώα – όταν καταναλώνονται από τον κόσμο – αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.
Ωστόσο, υπάρχει και ο επιστημονικός αντίλογος σε αυτή τη θεωρία. Όπως αρκετά φυτά, έτσι και αρκετά άγρια ζώα διαθέτουν αξιοπρόσεχτες θεραπευτικές ιδιότητες. Η διαρκής εξέλιξης της τεχνολογίας μας επιτρέπει, σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC, να αναζητήσουμε για πιθανά φάρμακα στη φύση χωρίς να προκαλούμε πόνο ή να θέτουμε σε κίνδυνο ζώα. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι το DNA τους.
Εξάλλου, ήδη στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική χρησιμοποιούνται συστατικά από 36 είδη ζώων όπως ρινόκεροι, αρκούδες, τίγρεις κ.α. Αρκετά, μάλιστα, από αυτά είναι είδη υπό εξαφάνιση.
Η επιστήμη έχει αποδείξει ότι αρκετά συστατικά που συναντούμε σε ζώα έχουν ευεργετικές ιδιότητες στον άνθρωπο, με την κατάλληλη, πάντοτε, δοσολογία. Για παράδειγμα, το δηλητήριο του φιδιού βοηθά στην αντιμετώπιση της αρθρίτιδας ενώ οι κυνόδοντες της αράχνης ταραντούλα αξιοποιούνται για την καταπολέμηση όγκων, για παθήσεις όπως το άσθμα αλλά και για να απαλύνουν το αίσθημα του πονόδοντου.
Υπάρχει, λοιπόν, τρόπος να αξιοποιήσουμε την άγρια ζωή με σεβασμό και υπευθυνότητα, μελετώντας χημικά συστατικά ζώων σε μοριακό επίπεδο. Χάρη στις νέες τεχνολογίες, αυτό είναι εφικτό αποσπώντας απλά δείγμα από το DNA τους, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Έχουμε μελετήσει τα φυτά για πάρα πολύ καιρό. Αλλά, σχετικά πρόσφατα έχουμε καταφέρει να ασχοληθούμε με τα ζώα» εξηγεί η Κριστίν Μπίτον, επιστήμονας ανοσολογίας στο κολέγιο Μπέιλορ. Η Μπίτον μελετά συγκεκριμένα μόρια, που ονομάζονται πεπτίδια και προέρχονται από διάφορα δηλητήρια που συναντούμε σε ζώα, και τον τρόπο που αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τη θεραπεία αυτοάνοσων παθήσεων όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα αλλά και η μυοτονική δυστροφία.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας επιτρέπει στους επιστήμονες να εντοπίσουν πεπτίδια ζώων που θεωρούνται «αδελφάκια» των αντίστοιχων πεπτιδίων που υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα. Κοινώς, πεπτίδια από σαλιγκάρια, αράχνες, σαλαμάνδρες ή φίδια μπορούν να ενσωματωθούν στα ανθρώπινα κύτταρα με αποτελεσματικό τρόπο.
Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, τα πεπτίδια αποτελούνται από τα ίδια δομικά στοιχεία με τις πρωτεΐνες, αλλά σε πολύ μικρότερες αλυσίδες. Για το λόγο αυτό, κανείς να τα θεωρήσει ως «μίνι πρωτεΐνες».
Σήμερα, τα σύγχρονα εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε κλάδους της βιολογίας που καταγράφουν τη χημική δομή του DNA, των πρωτεϊνών και των μορίων αγγελιοφόρων τους φέρνουν επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο οι επιστήμονες μπορούν να ανακαλύψουν ενώσεις σε ζώα που έχουν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε φάρμακα για τον άνθρωπο.
«Στις μέρες έχουμε τη δυνατότητα να ελέγξουμε εκατοντάδες ενώσεις σε διάστημα ενός μήνα. Πριν από 15 χρόνια, αυτό δεν ήταν δυνατό να συμβεί. Έπρεπε να κοιτάμε ένα προς ένα τα δείγματα και θα χρειαζόμασταν περίπου μια δεκαετία» αναφέρει η Μπίτον.
«Τώρα μπορούμε να ελέγξουμε εκατοντάδες ενώσεις σε ένα μήνα. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, αυτό δεν θα ήταν δυνατό. Θα έπρεπε να τα κοιτάξεις ένα προς ένα, και θα χρειάζονταν 10 χρόνια», λέει η Μπίτον.
Αντί να απαιτείται η επίπονη άντληση του δηλητηρίου από φίδια και σκορπιούς, πλέον, οι επιστήμονες μπορούν να τα αναλύσουν μοριακά εντοπίζοντας πεπτίδια με συγκεκριμένες ιδιότητες. Ήδη, κυκλοφορούν φάρμακα για τον διαβήτη, για τις καρδιοπάθειες, για την υπέρταση αλλά και κάποια ισχυρά παυσίπονα.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον επιστημονικά πεδίο στο οποίο μπορούν να αξιοποιηθούν τα δηλητήρια ζώων είναι η πρόληψη μόνιμων βλαβών που προκαλούνται μετά από εγκεφαλικά επεισόδια. Πρόκειται για τη δεύτερη αιτία θανάτων παγκοσμίως με πάνω από 6 εκατ. νεκρούς το χρόνο. Επιπλέον, κάθε έτος άνω των 5 εκατ. ανθρώπων μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο αντιμετωπίζουν μόνιμες κινητικές και νοητικές δυσκολίες. Πάρα ταύτα, δεν υπάρχει καμία θεραπεία ή αγωγή που να προλαμβάνει τα εγκεφαλικά επεισόδια.
«Αυτό είναι το μεγαλύτερο ζήτημα που αντιμετωπίζουμε» υπογραμμίζει ο Γκλεν Κινγκ, βιοχημικός στο πανεπιστήμιο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. «Εκατομμύρια άνθρωποι κινδυνεύουν να χάσουν τη ζωή τους ή να υποστούν ανεπανόρθωτες βλάβες μετά από εγκεφαλικό επεισόδια», τονίζει ο ίδιος.
Ο Κινγκ ειδικεύεται σε διαταραχές του νευρικού συστήματος. Αυτή την περίοδο, εργάζεται αξιοποιώντας δεδομένα από τη διαθέσιμη συλλογή δειγμάτων δηλητηρίου από ζώα που αριθμεί πάνω από 700 διαφορετικά είδη. Δουλεύει πάνω σε πεπτίδια που προέρχονται από αράχνες, σκορπιούς και σαρανταποδαρούσες. «Οι τοξίνες τους δεν είναι πάντοτε τοξικές για τον άνθρωπο» λέει ο Κινγκ.
Στις ΗΠΑ, βρίσκεται ήδη σε στάδιο κλινικών δοκιμών ένα φάρμακο που παρασκευάζεται από δηλητήριο σκορπιού και έχει την ιδιότητα να «αναγνωρίζει» καρκινικά κύτταρα στο ανθρώπινο σώμα και τα συστατικά του να ενώνονται μόνο με αυτά τα κύτταρα και όχι με τα υγιή. Με τον τρόπο αυτό, η χρήση του επιτρέπει στους χειρουργούς εγκεφάλου να απομονώνουν τους καρκινικούς όγκους κατά την επέμβαση.
«Κάθε εβδομάδα ρωτώ τον εαυτό μου: Τι κάνω σήμερα που δεν θέλω να κάνω σε 15 χρόνια;» επισημαίνει ο ογκολόγος Τζιμ Όλσον. Το 2004, ήταν μάρτυρας σε χειρουργείο διάρκειας 14 ωρών κατά το οποίο οι γιατροί αφαίρεσαν έναν όγκο από τον εγκέφαλο ενός 14χρονου κοριτσιού αλλά άφησαν πίσω ένα κομμάτι του στο μέγεθος του αντίχειρα θεωρώντας ότι πρόκειται για υγιή ιστό.
Σήμερα, η χρήση του δηλητηρίου του σκορπιού βοηθά τους επιστήμονες να εντοπίζουν και να αφαιρούν όγκους τόσο μικρούς που είναι αδύνατο να βρεθούν με τον αξονικό τομογράφο.
Όπως φαίνεται, μάλλον οι τοξίνες άγριων ζώων δεν είναι, τελικά, τόσο τοξικές για τον άνθρωπο.