Υπάρχουν αυτοί που κατάφεραν να φύγουν από την Ουχάν με τις «αερογέφυρες» που έστησαν οι χώρες τους. Ωστόσο υπάρχουν κι άλλοι ξένοι που εξακολουθούν να βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην πόλη αυτή που βρίσκεται στο κέντρο της επιδημίας του νέου κορονοϊού Covid-19 στην ηπειρωτική Κίνα, οι οποίοι ζουν μέσα στην αγωνία την εμπειρία αυτή του αποκλεισμού και των στερήσεων μακριά από τα σπίτια τους.
«Θέλουμε να φύγουμε», λέει ο Γκάουραμπ Πόκχρελ, ένας φοιτητής της Ιατρικής που ρωτήθηκε από το AFP, ο οποίος είναι ένας από τους περίπου 200 Νεπαλέζους που δεν έχουν απομακρυνθεί από την πόλη.
«Δεν μπορούμε πια να επιβιώσουμε έτσι», συνέχισε αναφερόμενος στις ελλείψεις που υπάρχουν στα ελάχιστα καταστήματα που παραμένουν ανοιχτά και από τα οποία οι φοιτητές, ξένοι και Κινέζοι, εφοδιάζονται με τα απαραίτητα.
Μέχρι στιγμής σχεδόν 60.000 άνθρωποι έχουν μολυνθεί από τον νέο κορονοϊό στην Κίνα και περισσότεροι από 1.350 έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ ήδη έχουν περάσει τρεις εβδομάδες από τότε που σχεδόν ολόκληρη η επαρχία Χουμπέι –στην οποία βρίσκεται η Ουχάν όπου εμφανίστηκε ο Covid-19 τον Δεκέμβριο– τέθηκε ντε φάκτο σε καραντίνα.
Εκατοντάδες ξένοι κατάφεραν να διαφύγουν με αεροπλάνα που είχαν ναυλωθεί ειδικά από τις κυβερνήσεις των χωρών τους. Ωστόσο άγνωστος αριθμός άλλων δεν είχε αυτή την ευκαιρία και ζει πλέον αποκομμένος από τον κόσμο, αγνοώντας παντελώς την ημερομηνία της «απελευθέρωσής» του.
Τη Δευτέρα, είχαν καταμετρηθεί 27 ξένοι μεταξύ των προσβεβλημένων από τον Covid-19 στην Κίνα. Ένας Αμερικανός και ένας Ιάπωνας βρίσκονταν μεταξύ των νεκρών.
Εγκλωβισμένη στις εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου του Τσογκνάν, η Πακιστανή ερευνήτρια Ρούκια Σάιχ διηγείται ότι οι περισσότεροι από τους φοιτητές βρίσκονται απομονωμένοι στους κοιτώνες τους, όπου βλέπουν τηλεόραση.
Το πανεπιστήμιο, προσθέτει μιλώντας στο AFP, παρέχει όλα τα απαραίτητα για τη διατροφή τους, αλλά στην διπλάσια από τη συνηθισμένη τιμή τους.
«Δεν θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να τρώμε για πάντα λαχανικά και βραστό ρύζι. Η μόνη σωματική δραστηριότητα που έχουμε είναι να περπατάμε στο προαύλιο, όπου είμαστε εκτεθειμένοι στον κίνδυνο» να μολυνθούμε από τον νέο ιό, συνεχίζει.
Υεμενίτες και Σουδανοί
Πολλοί από τους συμπατριώτες της θέλουν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, αλλά η Σάιχ ανησυχεί και για το ενδεχόμενο να επιστρέψει στη χώρα της.
«Δεν ξέρουμε πώς θα μας αντιμετωπίσουν οι αρχές στο Πακιστάν», λέει. «Ορισμένοι φοιτητές που επέστρεψαν λένε ότι οι αξιωματούχοι τους αντιμετώπισαν πολύ άσχημα».
Το Ισλαμαμπάντ δηλώνει ότι περισσότεροι από 500 Πακιστανοί φοιτητές βρίσκονται στην Ουχάν. Κανένα σχέδιο απομάκρυνσης δεν έχει ανακοινωθεί.
Σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες, το Πακιστάν δεν έχει ακυρώσει τις πτήσεις από την Κίνα, λέγοντας ότι ελέγχει την θερμοκρασία όλων των επιβατών κατά την άφιξή τους στο Πακιστάν.
Η Υεμένη δεν προβλέπει επίσης σαφώς την απομάκρυνση των 115 πολιτών της που βρίσκονται σήμερα στην Ουχάν, κάτι το οποίο προκαλεί μεγάλη απόγνωση στον Φάχντ αλ Ταουίλι, έναν 31χρονο πολίτη της χώρας, ο οποίος βρίσκεται σε καραντίνα στο κινεζικό Πανεπιστήμιο Γεωεπιστημών.
«Όλος ο κόσμος απομακρύνθηκε εκτός από μας. Έχουν απομείνει μόνο οι Σουδανοί», είπε. «Όταν επιτέλους μας επιτρέπεται να βγούμε, τα ελάχιστα καταστήματα που είναι ανοιχτά είναι γεμάτα κόσμο και χρειάζεται να περιμένουμε έξω για ώρες για να καταλήξουμε να μην αγοράσουμε στο τέλος σχεδόν τίποτα».
Η κυβέρνησή του, καταγγέλλει, αγνοεί τα αιτήματά τους να επαναπατριστούν. Και η οικονομική βοήθεια που υποσχέθηκαν στους υπότροφους δεν έχει έρθει επίσης, προσθέτει.
Ένας άλλος 23χρονος φοιτητής από την Υεμένη, αυτός στο Πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογιών Χουατσόνγκ, δηλώνει ότι οι φοιτητές ζουν «με τον φόβο ότι θα προσβληθούν» από τον νέο κορονοϊό.
Ένας μικρός κήπος
Την περασμένη εβδομάδα, το Μπανγκλαντές απομάκρυνε 312 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους φοιτητές, και σχεδίαζε να απομακρύνει 171 ακόμη, αλλά οι πιλότοι του εθνικού αερομεταφορέα Biman αρνήθηκαν να πετάξουν φοβούμενοι μην προσβληθούν από την ασθένεια.
«Κανένα πλήρωμα δεν θέλει να πάει εκεί. Αυτό που πήγε εκεί την πρώτη φορά δεν θέλει να ξαναπάει», δήλωσε το Σάββατο ο υπουργός Εξωτερικών του Μπανγκλαντές Ακ Αμπντούλ Μόμεν.
Η κυβέρνησή του προσπαθεί –ματαίως προς το παρόν– να ναυλώσει αεροπλάνο με κινεζικό πλήρωμα.
Η Γαλλία, από την πλευρά της έχει απομακρύνει από τα τέλη του Ιανουαρίου 279 ανθρώπους με τρεις πτήσεις, αλλά ο γενικός πρόξενός της Ολιβιέ Γκιονβάρκ παρέμεινε στην Ουχάν μαζί με περίπου σαράντα συμπατριώτες του που είτε δεν θέλουν εγκαταλείψουν την πόλη είτε δεν πρόλαβαν τις πτήσεις που έγιναν.
Προς το παρόν, ο διπλωμάτης «δεν έχει ενημερωθεί για μια τέταρτη πτήση».
«Έχουμε αιτήματα επαναπατρισμού από ανθρώπους που έχουν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους», δήλωσε. «Τους λέμε: δεν υπάρχει σήμερα μέσο για να σας απομακρύνουμε».
Άλλοι πάλι λένε παραδόξως ότι η παραμονή στην Ουχάν μπορεί να επιτρέπει μείωση του κινδύνου προσβολής από τον νέο κορονοϊό.
Ο Αυστραλός Έντουιν Ρις εκφράζει έτσι τις επιφυλάξεις του για να φύγει η γυναίκα του από την Ουχάν. «Εκεί έχει έναν μικρό κήπο με φρούτα και λαχανικά. Έχει ό,τι χρειάζεται», βεβαιώνει. «Γιατί να βγει και να εκτεθεί; Πρέπει να είναι τρελός κανείς για να το κάνει».