Τι λένε τρεις νέες έρευνες για την επίδραση του καφέ, του αλκοόλ και της γυμναστικής στη γονιμότητα του άνδρα;
Η άσκηση μπορεί να ενισχύσει τον αριθμό των σπερματοζωαρίων ενός άνδρα, βελτιώνοντας έτσι τις πιθανότητες ενός ζευγαριού να συλλάβει, σύμφωνα με μελέτη, που θα παρουσιαστεί στη συνάντηση των «International Federation of Fertility Societies» και «American Society for Reproductive Medicine».
Μάλιστα, όπως δήλωσε η δεύτερη συγγραφέας της μελέτης, Audrey Gaskins, διδακτορική φοιτήτρια στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ, «οι άντρες που κάνουν 7 ή περισσότερες ώρες την εβδομάδα γυμναστική, δηλαδή 1 ώρα την ημέρα, είχαν 48% υψηλότερες συγκεντρώσεις από ότι εκείνοι που έκαναν γυμναστική λιγότερο από μία ώρα την εβδομάδα.
Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι συγκεκριμένα είδη άσκησης ενίσχυαν τον αριθμό των σπερματοζωαρίων περισσότερο από άλλα. Για παράδειγμα, οι άνδρες που έκαναν υπαίθριες δραστηριότητες πάνω από μιάμιση ώρα την εβδομάδα είχαν 42% υψηλότερη συγκέντρωση σπερματοζωαρίων από εκείνους που δεν περνούσαν χρόνο έξω, ενώ όσοι σήκωναν βάρη δύο ή περισσότερες ώρες την εβδομάδα είχαν 25% αύξηση στον αριθμό των σπερματοζωαρίων σε σύγκριση με εκείνους που δεν σήκωναν. Ωστόσο, ένα είδος δραστηριότητας φάνηκε να έχει αρνητική επίδραση στην ανδρική γονιμότητα: η ποδηλασία, πιθανότατα λόγω της πίεσης ή της αυξημένης θερμότητας στην περιοχή του οσχέου.
Αν και οι έρευνες διαπίστωσαν μια σχέση ανάμεσα στα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και συγκέντρωσης του σπέρματος, ωστόσο η σχέση αυτή δεν είναι αιτίας – αποτελέσματος.
Στο μεταξύ, δύο άλλες μελέτες, η πρώτη σε 166 άνδρες με υπογονιμότητα και η δεύτερη σε σχεδόν 4,500 άτομα, βρήκαν ότι ούτε ο καφές ούτε το αλκοόλ επηρεάζουν τη γονιμότητα του άνδρα, διαψεύδοντας προηγούμενες ανησυχίες. «Ακόμα κι αν η καφεΐνη και το αλκοόλ θεωρούνται γενικά παράγοντες κινδύνου για μειωμένη γονιμότητα, δεν βρήκαμε καμία απόδειξη που να στηρίζει την άποψη αυτή», δήλωσε ο ένας από τους συγγραφείς της έρευνας, Δρ. Jorge Chavarro, επίκουρος καθηγητής διατροφής και επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ.
Πηγή: vita.gr