Διεθνής επιστημονική έρευνα επιβεβαίωσε για πρώτη φορά ότι η σχιζοφρένεια, η διπολική διαταραχή (πρώην μανιοκατάθλιψη), η σοβαρή κατάθλιψη και, σε μικρότερο βαθμό, ο αυτισμός και η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής- υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) έχουν κοινούς γενετικούς παράγοντες κινδύνου.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη γενετική μελέτη των ψυχιατρικών παθήσεων που έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Η μεγαλύτερη γενετική «επικάλυψη» είναι μεταξύ σχιζοφρένειας και διπολικής διαταραχής (15%), σε μικρότερο βαθμό μεταξύ διπολικής διαταραχής και σοβαρής κατάθλιψης (10%), μεταξύ ΔΕΠΥ και κατάθλιψης (9%), μεταξύ σχιζοφρένειας και αυτισμού (περίπου 3%).
Συνολικά, οι -λιγότερο ή περισσότερο- κοινοί γενετικοί παράγοντες εκτιμάται ότι αποτελούν το 17% έως 28% του κινδύνου για την εμφάνιση μιας από τις παραπάνω παθήσεις.
Μέχρι σήμερα οι ψυχίατροι δεν έχουν κατανοήσει πλήρως τις ρίζες των ψυχικών ασθενειών, με αποτέλεσμα εδώ και περίπου 125 χρόνια να στηρίζουν τις διαγνώσεις τους κυρίως στην υποκειμενική παρατήρηση των συμπτωμάτων των ασθενών.
Οι επιστήμονες που διεξήγαγαν την έρευνα εξέφρασαν την ελπίδα ότι τα νέα γενετικά ευρήματα θα διευκολύνουν να δημιουργηθεί πλέον ένα διαγνωστικό σύστημα που θα βασίζεται σε πιο αντικειμενικά και επιστημονικά κριτήρια, δίνοντας έμφαση στα βιολογικά θεμέλια των παθήσεων.
Πάντως, μετά και τη νέα έρευνα, παραμένουν ακόμα σημαντικά κενά γνώσεων.
Για παράδειγμα, το κοινό με άλλες παθήσεις γενετικό υπόβαθρο εκτιμάται ότι εξηγεί το 23% των αιτιών της σχιζοφρένειας, όμως άλλες έρευνες για την κληρονομικότητα της σχιζοφρένειας σε διδύμους και ολόκληρες οικογένειες, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι συνολικά ο κληρονομικός- γενετικός παράγων μπορεί να εξηγήσει το 81% της σχιζοφρένειας.
Τα αντίστοιχα ποσοστά εκτιμώμενης κληρονομικότητας για τις άλλες παθήσεις είναι 75% για τη διπολική διαταραχή και για τη ΔΕΠΥ, 80% για τον αυτισμό και 37% για τη σοβαρή κατάθλιψη.
Όμως, οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα καταφέρει να εντοπίσουν συγκεκριμένα γονίδια που θα εξηγούσαν στο σύνολό της αυτή την κληρονομικότητα, στην οποία θα πρέπει να προστεθούν και οι μη γενετικοί, δηλαδή οι κάθε είδους περιβαλλοντικοί, παράγοντες κινδύνου.