Ακόμα και οι ολιγοήμερες, των 6 κατά μέσο όρο ημερών, αποστολών των space shuttles της NASA στο διάστημα επέφεραν μια τροποποίηση του λιπιδαιμικού προφίλ των αστροναυτών (Microgravity Q. 1992).
Πιο συγκεκριμένα μετρήθηκε μια αύξηση στα επίπεδα της «κακής» LDL με παράλληλη μείωση των επιπέδων της «καλής» HDL χοληστερίνης και το εύρημα αυτό λήφθηκε σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό του καθημερινού διαιτολογίου των πληρωμάτων που βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τη γη. Η σόγια αποτελεί διατροφικό συστατικό στο διάστημα και το 2007 προτάθηκε επίσης από την Michele Perchonok, που είναι η Advanced Food Technology Project Manager – Shuttle Food System Manager στη NASA σαν ένα από φυτά που θα πρέπει να καλλιεργηθούν εν πτήσει κατά την διάρκεια της πρώτης αποστολής στον πλανήτη Άρη.
Η καλλιέργεια κρίνεται απαραίτητη επειδή υπολογίζεται ότι το ταξίδι θα διαρκέσει περίπου 3 έτη και δεν είναι ούτε εύκολη η αποθήκευση-μεταφορά τροφίμων από τη γη, ούτε θα μπορούν να διατηρηθούν με ασφάλεια ζωτικής σημασίας συστατικά της τροφής, όπως για παράδειγμα οι βιταμίνες και τα αντιοξειδωτικά που είναι πολύ απαραίτητα στα πληρώματα μια που θα είναι για μακρύ χρονικά διάστημα εκτεθειμένα στην κοσμική ακτινοβολία.
Η χρήση της σόγιας ως θεραπευτικού μέσου έχει καταγραφεί ήδη από το 2838 π.Χ. στην αρχαία Κίνα από τον αυτοκράτορα Sheng-Nung αλλά και αργότερα γύρω στο 1500 π.Χ. στην αρχαία Μεσοποταμία και Αίγυπτο σαν αποιδηματικό αλλά και αντιβιοτικό για τραύματα. Σήμερα, πέρα από μια μεγάλη ποικιλία ευεργετικών της επιδράσεων, φαίνεται ότι η σόγια χαρακτηρίζεται και από αντιλιπιδαιμικές δράσεις.
Πιο συγκεκριμένα η καθημερινή πρόσληψη σόγιας για διάστημα 2 -3 μηνών, μείωσε στατιστικά σημαντικά τα επίπεδα της «κακής» LDL χοληστερίνης σε υγιείς νέους άνδρες (Am J Clin Nutr 2006), και σε υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων μετεμμηνοπαυσιακές (Am J Clin Nutr 2001) αλλά και σε νεαρής ηλικίας παχύσαρκες γυναίκες (Res Med Sci 2012). Ανάλογες παρατηρήσεις έχουν αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία για άτομα με δυσλιπιδαιμία, (Am J Clin Nutr 2002) με προδιαβήτη (Am J Clin Nutr 2007) αλλά και με κλινικό διαβήτη (J Nutr 2009). Επίσης το διαιτολόγιο με σόγια οδηγεί όχι μόνο στη μείωση των λιπιδίων αίματος αλλά αυξάνει και τα αντιοξειδωτικά αποθέματα (Diabetes Care 2011).
Μια σειρά μετα-αναλύσεων πιστοποίησαν κατά κάποιο τρόπο τα ευρήματα αλλά και ανέδειξαν ότι τα τρόφιμα σόγιας με υψηλή περιεκτικότητα σε ισοφλαβόνες είχαν και την πιο ισχυρή αντιλιπιδαιμική και αντιοξειδωτική δράση. Οι ισοφλαβόνες που ανήκουν στα φυτο-οιστρογόνα και παρουσιάζουν μια μικρή σε μέγεθος δραστικότητα οιστρογονικού τύπου εφόσον συνδέονται με μια από τις ομάδες των οιστρογονικών υποδοχέων, φαίνεται να ασκούν τις αντιλιπιδαιμικές τους δράσεις συνδεόμενες με την ομάδα των PPAR υποδοχέων στον πυρήνα των κυττάρων.
Οι υποδοχείς αυτοί ρυθμίζουν την αποθήκευση και κατανάλωση της ενέργειας από τα κύτταρα του σώματος, είτε με τη μορφή των υδατανθράκων (ομάδα υποδοχέων γ όπου δρουν τα αντιδιαβητικά φάρμακα γλιταζόνες) ή με τη μορφή των λιπιδίων (ομάδα υποδοχέων α που δρουν τα αντιλιπιδαιμικά φάρμακα φιμπράτες) (J Nutr, 2006).
Παράλληλα αναστέλλοντας την δραστηριότητα του πυρηνικού γονιδίου NFkB, που η ενεργοποίηση του οδηγεί στην παραγωγή των κυτταροκινών της φλεγμονής, αυξάνει τα ενδοκυττάρια αποθέματα αντιοξειδωτικών (FASEB J, 2006). Έχει τέλος αναφερθεί ότι η πρόσληψη σόγιας μειώνει τον ρυθμό διαφοροποίησης των προλιποκυττάρων σε ώριμα λιποκύτταρα στο σώμα μας (Exp Biol Med, 2008).
Η επιγενετική αποτελεί σήμερα ένα νέο πεδίο ερευνητικών ενασχολήσεων γιατί φαίνεται ότι μας αποκαλύπτει τα μυστικά της επίδρασης της διατροφής, των κακών συνηθειών όπως το κάπνισμα αλλά και των ποικίλων άλλων επιβαρυντικών περιβαλλοντολογικών επιδράσεων στο γενετικό μας υλικό. Επίσης μας αποκαλύπτει το μηχανισμό της λεγόμενης «επιγενετικής μνήμης» για την κατανόηση της οποίας θα χρησιμοποιήσουμε σαν πρότυπο τις επιδράσεις του καπνίσματος της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Μια σειρά μελετών λοιπόν έδειξε ότι το κάπνισμα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν προκαλεί μόνο βλάβη στη μητέρα και πιθανόν στη έκβαση της εγκυμοσύνης, αλλά επιφέρει και αλλοιώσεις στο γονιδιακό υλικό του εμβρύου που κάποια απροσδιόριστη στιγμή στη ζωή του, θα πυροδοτήσουν την έναρξη ποικίλων σοβαρών νοσημάτων. Επίσης η οι βλαπτικές επιδράσεις του καπνού στο γενετικό υλικού του εμβρύου, μεταφέρουν τα προβλήματα σε μια επόμενη γενιά, δηλαδή στα μελλοντικά τέκνα του εμβρύου.
Η επιβάρυνση στο γονιδίωμα μετράται κυρίως από τον βαθμό μεθυλίωσης του. Η διαδικασία αυτή ευτυχώς φαίνεται μέχρι ένα βαθμό να είναι αναστρέψιμη και απώλεια για παράδειγμα του σωματικού βάρους ενός παχύσαρκου ατόμου μειώνει σημαντικά τον βαθμό μεθυλίωσης. Η σόγια, εκτός του ότι συμβάλλει στην μείωση του σωματικού βάρους, έχει δειχθεί ότι μειώνει παράλληλα τον ρυθμό μεθυλίωσης του DNA μας, αναστέλλοντας την δραστηριότητα του ενζύμου (DNMTs) που είναι υπεύθυνο για την ενσωμάτωση των μεθυλιακών ομάδων στο γενετικό μας υλικό (Epigenomics 2011).
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αντικατάσταση της ζωικής προέλευσης πρωτεϊνών με σόγια, μειώνει και την πρόσληψη των κεκορεσμένων λιπαρών οξέων που περιέχονται στο κρέας και είναι πολύ επιβλαβή για τα αγγεία μας.
Παράλληλα η ιδιαίτερες δράσεις των συστατικών των τροφίμων σόγιας, όπως είναι ισοφλαβόνες, οι ολιγοσακχαρίτες, τα πολυακόρεστα λιπαρά και οι φυτικές ίνες, με ανεξάρτητους το καθένα από αυτά μηχανισμούς, μειώνουν τα επίπεδα των παθογόνων λιπιδίων στο αίμα, προάγοντας τελικά την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Β’ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική
& Διαβητολογικό Κέντρο Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν»