Με την ανακάλυψη ενός ξεχωριστού χημικού «αποτυπώματος» που παράγει ο
μεταβολισμός των αυτιστικών, και μέσω μια απλής εξέτασης ούρων, μπορεί
στο μέλλον να διαγνωσθεί έγκαιρα αν ένα παιδί πάσχει από αυτισμό,
σύμφωνα με νέα βρετανο-αυστραλιανή έρευνα.
Μέχρι σήμερα μια σίγουρη διάγνωση του αυτισμού δεν γίνεται πριν το
παιδί γίνει τουλάχιστον 18 μηνών και συνήθως συμβαίνει πολύ αργότερα.
Ο αυτισμός πλήττει περίπου έξι έως επτά παιδιά στα χίλια διεθνώς, με
συμπτώματα που ποικίλουν (μειωμένες κοινωνικές ικανότητες, δυσκολία
έκφρασης συναισθημάτων, αποφυγή φυσικής διαπροσωπικής επαφής κ.α.).
Αν και η πάθηση, για την οποία δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία, υπάρχει
συνήθως εκ γενετής, η διάγνωσή της είναι δύσκολη και καθυστερεί, επειδή
τα συμπτώματά της συγχέονται με άλλα προβλήματα συμπεριφοράς. Η κυρίαρχη
σήμερα μέθοδος διάγνωσης περιλαμβάνει μια μακρά διαδικασία τεστ
κοινωνικών ικανοτήτων και φαντασίας.
Οι άνθρωποι με αυτισμό συνήθως πάσχουν από γαστρεντερικά προβλήματα,
τα οποία πηγάζουν από μια διαφορετική βακτηριακή σύνθεση στο έντερό
τους. Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα κατανοήσει πώς συνδέονται αυτές οι
εντερικές διαταραχές με τον αυτισμό, αλλά η σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους
δύο παράγοντες είναι υπαρκτή.
Ο διακριτός τρόπος με τον οποίο το σώμα των αυτιστικών μεταβολίζει
αυτή την μοναδική μικροβιακή εντερική χλωρίδα τους, δημιουργεί μια
ειδική χημική «υπογραφή» στα ούρα τους. Χρησιμοποιώντας την τεχνική της
φασματοσκοπίας, οι ερευνητές ανέλυσαν τα ούρα παιδιών τριών έως εννέα
ετών και κατάφεραν να διαγνώσουν σωστά ποια από αυτά ήταν αυτιστικά και
ποια όχι.