Η κούραση και η ατονία είναι ένας συχνός λόγος για αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Οι ορμονικές διαταραχές αποτελούν πιθανή αιτιολογία της κόπωσης. Τα συμπτώματα που σχετίζονται με ενδοκρινοπάθειες είναι συχνά μη ειδικά και θα πρέπει να διαχωριστούν από ψυχιατρικές ή ψυχολογικές διαταραχές.
Η θυρεοειδική δυσλειτουργία είναι συνήθως μια από τις πρώτες αιτίες στην λίστα των πιθανών διαγνώσεων. Τόσο ο υπερ- όσο και ο υποθυρεοειδισμός μπορούν να συσχετιστούν με το αίσθημα κόπωσης. Η κούραση και η ατονία, είναι το πιο συχνό σύμπτωμα που συναντάται στον υποθυρεοειδισμό και μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολία εκτέλεσης των καθημερινών δραστηριοτήτων.
Η έναρξη είναι συχνά ύπουλη και εκτιμάται αναζητώντας τις αλλαγές που έχουν επέλθει στις δραστηριότητες της καθημερινότητας του ασθενούς. Ο ασθενής μπορεί να αναπτύξει μια γενικευμένη επιβράδυνση, αλλαγές στην απόδοσή του κατά την άσκηση, στις συνήθειες του εντέρου (δυσκοιλιότητα) και τη ψυχολογική του διάθεση.
Αντίθετα από τον υποθυρεοειδισμό, η κόπωση που σχετίζεται με τον υπερθυρεοειδισμό αναπτύσσεται πιο γρήγορα και συχνά συνοδεύεται και από άλλα συμπτώματα και σημεία της υπερεπάρκειας θυρεοειδικών ορμονών, λόγω της αυξημένης ευαισθησίας των ιστών στις κατεχολαμίνες. Στον υπερθυρεοειδισμό, οι αλλαγές στην καρδιαγγειακή λειτουργία είναι ανάμεσα στις πιο εμφανείς εκδηλώσεις. Η ταχυκαρδία αποτελεί το κυρίαρχο σημείο ακόμα και στην ηρεμία. Επιπλέον, η κόπωση στον υπερθυρεοειδισμό, συνοδεύεται από εγγύς μυϊκή αδυναμία, απώλεια βάρους, νευρικότητα, συναισθηματική αστάθεια, υπερκινησία και αυξημένο μεταβολικό ρυθμό.
Εκτός από τον θυρεοειδή, σε τι άλλο μπορεί να οφείλεται η κόπωση;
Άλλες ενδοκρινολογικές καταστάσεις, στις οποίες ο ασθενής μπορεί να προσέλθει αιτιώμενος κόπωση, είναι διαταραχές των επινεφριδίων, γονιδιακές διαταραχές, υποφυσιακές διαταραχές, μεταβολικές διαταραχές και διαταραχές του μεταβολισμού του ασβεστίου.
Σχετικά με τις διαταραχές των επινεφριδίων, η αυξημένη ή μειωμένη παραγωγή κορτιζόλης, σχετίζεται με κόπωση. Αυτές οι διαταραχές μπορούν περιστασιακά να παρουσιάζονται ως υποκλινικές καταστάσεις. Στην υπερκορτιζολαιμία, η κόπωση εμφανίζεται με εγγύς μυϊκή αδυναμία ή ως έλλειψη της παραγωγής άλλων ορμονών (CRH). Στην υποκορτιζολαιμία, η κόπωση αποτελεί συνεχές σύμπτωμα που συνδέεται με αδυναμία, κυρίως τις βραδινές ώρες, που οδηγεί τον ασθενή στη μείωση της φυσικής του δραστηριότητας και της αναζήτησης ξεκούρασης.
Μερική ή πλήρης απουσία των ορμονών του φύλου (γοναδικών στεροειδών), σε συνδυασμό με άλλα συμπτώματα του υπογοναδισμού, μπορούν να σχετίζονται με κόπωση.
Το αίσθημα της κόπωσης που συνοδεύει τις υποφυσιακές διαταραχές, είναι το αποτέλεσμα είτε μεμονωμένης ανεπάρκειας υποφυσιακών ορμονών (συνήθως της αυξητικής ορμόνης ή των γοναδοτροπινών) ή γενικευμένης υποφυσιακής ανεπάρκειας (που περιλαμβάνει την ανεπάρκεια TSH και ACTH).
Διαταραχές του μεταβολισμού του ασβεστίου όπως ο υπερπαραθυρεοειδισμός και ο υποπαραθυρεοειδισμός μπορούν να συσχετιστούν επίσης με κόπωση. Όταν τα επίπεδα του ασβεστίου είναι αυξημένα, η κόπωση μπορεί να σχετίζεται με νεφρικό κωλικό, νεφρολιθίαση, γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, έμετο και δυσκοιλιότητα), μυοπάθεια και συμπτώματα από το κεντρικό νευρικό σύστημα. Στον υποπαραθυρεοειδισμό όπου τα επίπεδα του ασβεστίου είναι μειωμένα, η διάγνωση μπορεί να διαλάθει για καιρό. Η κόπωση στην περίπτωση αυτή πιθανά οφείλεται στη διαταραχή νευρικής διεγερσιμότητας των μυών.
Η χρόνια κόπωση και η υπερβολική υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας πιθανά συσχετίζονται με την παχυσαρκία και τις μεταβολικές της διαταραχές. Ένας πιθανός μηχανισμός είναι η αυξημένη εναπόθεση κοιλιακού λίπους και η αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία σχετίζεται με μια ήπια κατάσταση φλεγμονής που προάγεται από την παραγωγή κυτοκινών και άλλων φλεγμονωδών παραγόντων από τα λιπώδη κύτταρα.
Μαρία Προκοπίου, ενδοκρινολόγος