Μια από τις σημαντικότερες (αλλά με τα έως τώρα δεδομένα αναγκαίες) ‘πλάνες’» της διαιτολογίας, αφορά στην εκπόνηση ‘μαζικών’ διατροφικών συστάσεων προς το γενικό πληθυσμό.
Η αδιαμφισβήτητα έγκριτη Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας, προτείνει πως η κατανάλωση χοληστερόλης από τις τροφές δεν πρέπει να ξεπερνά για τους υγιείς ενήλικες τα 300 mg καθημερινά (ένα μόλις αβγό (50γρ.) εμπεριέχει περίπου 210 mg χοληστερόλης), ενώ όσον αφορά τα κορεσμένα λιπαρά (κυρίως λιπαρά κόκκινου κρέατος και γαλακτοκομικών), η πρόσληψη δεν πρέπει να ξεπερνά το 7% των ημερήσιων προσλαμβανομένων θερμίδων (σε μια δίαιτα 2000 Kcal όχι περισσότερα από 16 γρ. κορεσμένων λιπαρών – 100 γρ. τυρί φέτα εμπεριέχουν 15 γρ. κορεσμένο λίπος).
Οι συστάσεις αυτές στηρίζονται σε μελέτες και είναι σίγουρο πως μόνο ευεργετικές μπορεί να κριθούν για τη δημόσια υγεία, παραμένουν όμως γενικές και στερούνται της αξίας που θα μπορούσε να προσφέρει μια στοχευμένη και πιο «προσωπική» οδηγία…
Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει για άτομα που ενώ δεν έχουν «συμμορφωθεί» με τις πιο πάνω συστάσεις, έχουν εξετάσεις χοληστερόλης εντός των φυσιολογικών τιμών, σε αντίθεση με άτομα που «ευλαβικά» τηρούν τις πρέπουσες οδηγίες και όμως αδυνατούν να ελέγξουν διατροφικά τη χοληστερόλη τους…
Η μοριακή ανάλυση του DNA, μπορεί να δώσει σε κάποιο βαθμό απάντηση στο συγκεκριμένο «παράδοξο», μέσα από τη διερεύνηση συγκεκριμένων γονιδίων (γονίδιο ApoE, γονίδιο υποδοχέα της LDL και άλλα).
Η απολιποπρωτεΐνη Ε (ApoE) είναι μια πολύ χαμηλή σε πυκνότητα λιποπρωτεΐνη, εν μέρει υπεύθυνη για την απομάκρυνση της χοληστερόλης από την κυκλοφορία του αίματος. Η ApoE παράγεται με την ‘καθοδήγηση’ του ανάλογου γονιδίου και εμφανίζεται σε 3 μορφές (και έξι ισομορφές): E2, E3 και Ε4. Εδώ και χρόνια, επιστημονικά δεδομένα από τον χώρο της μοριακής ανάλυσης και της διατροφής, υποδεικνύουν ότι άτομα με γονίδιο ApoE4 είναι πολύ πιο ‘ευαίσθητα’ σε μια δίαιτα υψηλή σε κορεσμένα λιπαρά και χοληστερόλη, από ότι άτομα με άλλες παραλλαγές του γονιδίου της ApoE…
Ο ερευνητής Davignon και οι συνεργάτες του από το τμήμα έρευνας της αθηροσκλήρωσης του Μόντρεαλ στον Καναδά, έχουν υποθέσει ότι οι παραλλαγές στο γονίδιο της ApoE μπορεί να εξηγούν έως και το 7% της απόκλισης στην ολική και LDL «κακή» χοληστερόλη στον γενικό πληθυσμό…
Υπό το πρίσμα που περιγράψαμε πιο πάνω, άλλη μια επιστημονική ‘παραδοχή’ που έντονα έχει αμφισβητηθεί και στην οποία η μοριακή ανάλυση του DNA μπορεί να προσφέρει γόνιμα στοιχεία, αφορά στις περιβόητες Συνιστώμενες Ημερήσιες Προσλήψεις (ΣΗΠ)…
Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις συστάσεις, όλοι οι υγιείς ενήλικες έχουν τις ίδιες ανάγκες για βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία και το μόνο που ελαχίστως διαφοροποιεί τις ανάγκες τους είναι το φύλο, η ηλικία τους και το αν θηλάζουν ή εγκυμονούν…
Συνεπώς και με δεδομένες τις Συνιστώμενες Ημερήσιες Προσλήψεις όλες οι γυναίκες άνω των 19 ετών, χωρίς κλινική παθολογία, που δεν θηλάζουν ούτε είναι έγκυες, έχουν ακριβώς τις ίδιες απαιτήσεις στις βιταμίνες φυλλικό οξύ και ριβοφλαβίνη (400 μgr και 1,1 mgr αντιστοίχως καθημερινά)…
Εύκολα λοιπόν αναρωτιέται κάποιος, αν όντως είναι το ιδανικό να ομαδοποιούμε τόσο απλά τις ανάγκες όλων των γυναικών, υποθέτοντας ότι όλες ανεξαιρέτως που εμπίπτουν σε αυτό το γκρουπ, χρειάζονται τα ίδια ποσά βιταμινών.
Οι προβληματισμοί αυξάνονται ακόμα περισσότερο, όταν φτάνουμε στην ερμηνεία της «Συνιστώμενης Ημερήσιας Πρόσληψης» : αφορά εκείνη την ποσότητα θρεπτικού στοιχείου που πρέπει να καταναλώνεται ώστε να μην υπάρξει έλλειψη σε αυτό το στοιχείο (συμπεριλαμβανομένου ενός περιθωρίου σφάλματος)Σε καμία περίπτωση δεν αφορά την ποσότητα εκείνη που ‘χρειάζεται’ ο κάθε οργανισμός για την επίτευξη βέλτιστης υγείας…
Η Anne Molloy από το τμήμα Βιοχημείας του Trinity College του Δουβλίνου, στο κομμάτι που επιμελήθηκε στο βιβλίο των Ordovas, Simopoulos (Nutrigenetics and Nutrigenomics), αναφέρει εύστοχα ότι «είναι πια αναγνωρισμένο πως ένα 5 – 20% του πληθυσμού παγκοσμίως που είναι ομοζυγώτες στην παραλλαγή 677C > T στο γονίδιο MTHFR, ίσως έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις σε φυλλικό οξύ και ριβοφλαβίνη από ότι άλλα άτομα».
Αν και την δεδομένη στιγμή σαφέστατα και δεν έχουμε εκείνα τα έγκριτα στοιχεία που θα επαναπροσδιόριζαν τις Συνιστώμενες Ημερήσιες Προσλήψεις σε μια πιο προσωπική βάση (και άρα καλώς χρησιμοποιούνται με την υφιστάμενη τους μορφή), οι ενδείξεις της μοριακής ανάλυσης του DNA, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ανάγκες σε μικροθρεπτικά συστατικά της τροφής είναι απολύτως εξατομικευμένες, όχι μόνο λόγω διαφορετικού τρόπου ζωής, αλλά και λόγω διαφορετικού γενετικού υπόβαθρου του κάθε ατόμου.
Πηγή: iatronet.gr