Το 60-70% του συνολικού βάρους του ανθρώπου αποτελεί το νερό, το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα συστατικά του ανθρώπινου οργανισμού, καθώς μεταφέρει τις θρεπτικές ουσίες στα κύτταρα και απομακρύνει τις άχρηστες, δηλαδή τις τοξίνες.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά λειτουργεί και ως μέσο απορρόφησης κραδασμών, προστατεύοντας τα οστά, τους μύες, αλλά και ευαίσθητα όργανα, όπως ο εγκέφαλος και η σπονδυλική στήλη, αναφέρει στο ΑΜΠΕ η η διαιτολόγος-διατροφολόγος, μέλος της επιστημονικής ομάδας «Διατροφή» Κική Γούτα.
Μία ακόμα σημαντική λειτουργία του νερού είναι ότι εμποδίζει τις απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας του σώματος, που θα είχαν καταστρεπτικές επιπτώσεις στον οργανισμό, διατηρώντας τη μέσα σε στενά όρια.
«Η απώλεια νερού σε ποσοστό 10% με την εφίδρωση οδηγεί σε αφυδάτωση, με σοβαρές συνέπειες για την υγεία, ενώ όταν το ποσοστό αυτό ξεπεράσει το 20% επέρχεται ο θάνατος» επισημαίνει η κ. Γούτα.
Έχετε, όμως, αναλογιστεί πόσο νερό χάνει καθημερινά ο ανθρώπινος οργανισμός και πώς μπορεί να αναπληρώσει αυτή την απώλεια; Η απώλεια νερού καθημερινά είναι γύρω στα 2,5 λίτρα, εκ των οποίων τα 0,5 με την αναπνοή, τα 0,4 με τον ιδρώτα, το 1,5 με τα ούρα και το 0,1 με τα κόπρανα, λέει η κ. Γούτα.
«Ο οργανισμός πρέπει να αναπληρώνει τα υγρά που χάνει ώστε τα επίπεδα νερού στο σώμα να μη μεταβάλλονται. Αυτό μπορεί να γίνει:
-Με την κατανάλωση νερού μέσω υγρών π.χ. νερό, αφεψήματα βοτάνων, χυμοί. Όχι, όμως, μέσω καφέ διότι είναι διουρητικός και προκαλεί μείωση των υγρών του σώματος και όχι μέσω αναψυκτικών διότι προκαλούν κατακράτηση υγρών.
-Με την πρόσληψη νερού, που προέρχεται από στερεές τροφές, όπως λαχανικά, φρούτα, κρέας, γάλα.
-Με το νερό που προέρχεται από την οξείδωση των θρεπτικών συστατικών που παράγουν ενέργεια. Η οξείδωση 1 γραμμαρίου υδατάνθρακα (π.χ. μήλο, ζυμαρικά) παράγει 0.6 ml νερού, 1 γραμμαρίου πρωτεΐνης (π.χ. κρέας, αυγό) 0.42 ml νερού και 1 γραμματίου λίπους (ξηροί καρποί, ελαιόλαδο) παράγει 1.07 ml νερού. Με βάση μια ισορροπημένη διατροφή, η συνολική μέση ημερήσια παραγωγή νερού από την οξείδωση ανέρχεται στα 350 ml» εξηγεί.
Ένας απλός τρόπος για να ελέγξει κανείς τα επίπεδα ενυδάτωσης του οργανισμού σε καθημερινή βάση είναι τα ούρα. «Αυτό γίνεται κοιτάζοντας το χρώμα των πρώτων πρωινών ούρων. Όταν το χρώμα είναι βαθύ κίτρινο-πορτοκαλί τότε αυτό είναι δείκτης αφυδάτωσης, ενώ όσο τα ούρα γίνονται πιο ανοιχτόχρωμα και αραιά, τόσο καλύτερα είναι ενυδατωμένος είναι κανείς. Αυτό συμβαίνει διότι η ποσότητα των υγρών που πίνουμε επηρεάζει το χρώμα των ούρων. Όταν πίνουμε πολλά υγρά τότε το χρώμα των ούρων γίνεται πολύ ανοικτό. Τα ούρα σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι σχεδόν άχρωμα. Αντίθετα, η αποχή από υγρά και η αφυδάτωση οδηγούν σε ούρα με χρώμα σκούρο κίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα» σημειώνει η κ. Γούτα.
Τι συμβαίνει όταν διψάμε και θέλουμε να πιούμε νερό; «Διψάμε: πρώτον όταν δεν προσλαμβάνουμε μέσα στην ημέρα την απαιτούμενη ποσότητα υγρών, δεύτερο κάτω από έντονη δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της οποίας ιδρώνουμε, τρίτο όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι αυξημένη και τέταρτο όταν τρώμε αλμυρά φαγητά.
Μετά απ’ αυτές τις καταστάσεις προκαλείται κυτταρική αφυδάτωση ή μείωση του όγκου του αίματος. Στην πρώτη περίπτωση ενεργοποιούνται τα κύτταρα που ανιχνεύουν την κυτταρική αφυδάτωση και δίνουν το σήμα για την πρόσληψη νερού (αίσθημα δίψας) και για την έκκριση αντιδιουρητικής ορμόνης. Η αντιδιουρητική ορμόνη συμπυκνώνει τα ούρα, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ποσότητα του νερού που αποβάλλεται μέσω των ούρων. Στη δεύτερη περίπτωση, πέρα από την ενεργοποίηση των κυττάρων που ανιχνεύουν την κυτταρική αφυδάτωση και επομένως την πρόκληση της αίσθησης της δίψας και την ενεργοποίηση της αντιδιουρητικής ορμόνης ενεργοποιείται και εκκρίνεται η αλδοστερόνη. Η αλδοστερόνη είναι στεροειδής ορμόνη που επιδρά στα νεφρά ώστε να αυξήσει την επαναρρόφηση του νατρίου και την απέκκριση του καλίου. Η κατακράτηση νατρίου από τα νεφρά αυξάνει την κατακράτηση νερού που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του όγκου του αίματος και της πίεσης» απαντά η κ. Γούτα.