Είναι γνωστό πως κάποιος που πάσχει από κατάθλιψη, σχιζοφρένεια ή άλλη ψυχική διαταραχή δεν κοιμάται καλά, ή δεν κοιμάται καθόλου, ως αποτέλεσμα της ασθένειάς του. Τι θα λέγατε αν συνέβαινε το αντίθετο? Δηλαδή, αν η έλλειψη ύπνου είναι αυτή που προκαλεί κατάθλιψη και όχι το αντίθετο?
Νέες επιστημονικές έρευνες υποδεικνύουν αυτό ακριβώς, ανατρέποντας τα μέχρι τώρα δεδομένα. Ο διαταραγμένος ύπνος προκαλεί ορισμένες ψυχικές ασθένειες ή οδηγεί τον άνθρωπο σε συμπεριφορές που λανθασμένα εκλαμβάνονται ως ψυχική διαταραχή από τους ειδικούς. Τα καλά νέα είναι ότι οι θεραπείες ύπνου θα βοηθήσουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα.
Από την άλλη, όμως, αυτό σημαίνει πως πολύς κόσμος που παίρνει ψυχοφάρμακα για να αντιμετωπίσει την κατάστασή του, ανάμεσά τους και παιδιά, δεν θα δει αποτελέσματα γιατί στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι ο κακός ύπνος.Κανείς δεν ξέρει πόσοι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία και οι επιστήμονες προσπαθούν να το μάθουν για να καταλάβουν την έκταση του ζητήματος.
Οι ενήλικοι που πάσχουν από κατάθλιψη έχουν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να μην αναπνέουν σωστά κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε σχέση με τον μέσο όρο.
Επίσης, το 25% – 50% των παιδιών που πάσχουν από διαταραχή ελλειμματικής προσοχήςυπερκινητικότητας, παραπονείται για προβλήματα στον ύπνο, σε σχέση με το 7% των λοιπών συνομηλίκων τους.
«Μέχρι πρόσφατα, ήταν πολύ εύκολο να πάρεις ως δεδομένο ότι ένας ασθενής με κατάθλιψη ή σχιζοφρένεια δεν κοιμόταν καλά. Ποτέ δεν θα αναρωτιόσουν μήπως η σχέση των δύο είναι αντίθετη », λέει ο Ρόμπερτ Στίγκολντ, ερευνητής ύπνου στο Χάρβαρντ. Κι όμως, τα πρώτα δείγματα ήρθαν το 1987 από μία έρευνα στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης.
Από τους 1,053 φοιτητές Ιατρικής τους οποίους παρακολουθούσαν οι επιστήμονες επί 34 χρόνια μετά την αποφοίτησή τους, οι 101 παρουσίασαν κλινική κατάθλιψη και οι 13 αυτοκτόνησαν. Αυτοί που υπέφεραν από αϋπνίες είχαν διπλάσιες πιθανότητες να εκδηλώσουν κατάθλιψη από ό, τι όσοι κοιμούνταν κανονικά. Σύμφωνα με τον Στίγκολντ, η αϋπνία προδιαθέτει σε εκδήλωση κατάθλιψης.
Πώς όμως η έλλειψη ποιοτικού ύπνου προκαλεί προβλήματα ψυχολογίας συμπεριφοράς και? Κάποιοι λόγοι είναι προφανείς.
Για παράδειγμα, τα κουρασμένα παιδιά είναι υπερκινητικά και δεν θέλουν να κοιμηθούν. Ακόμα, η διαταραχή στον ύπνο ανεβάζει τα επίπεδα των ορμονών του στρες, τα οποία αυξάνουν το στρες της επόμενης ημέρας.
Επίσης, πολύ σημαντικό εύρημα, φαίνεται πως η έλλειψη ύπνου επιδρά στην ικανότητα του εγκεφάλου να επεξεργάζεται τα συναισθήματα και να αντιδρά σε ένα συναισθηματικό ερέθισμα με τον σωστό τρόπο.
Συγκεκριμένα, με τη χρήση λειτουργικού μαγνητικού τομογράφου, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως όσοι στερούνται ύπνου παρουσιάζουν ανεπαρκή επικοινωνία μεταξύ της αμυγδαλής και του προμετωπιαίου λοβού, ο οποίος ελέγχει και στέλνει ανασταλτικά σήματα στο τμήμα του εγκεφάλου που σχετίζεται με τα συναισθήματα.
«Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα εκραγεί όταν ακούσει κάτι που δεν του αρέσει γιατί έχει ανεπτυγμένο προμετωπιαίο λοβό, που δρα ως συναισθηματικό φρένο», λέει ο Ματ Γουόκερ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ. «Η απώλεια της επικοινωνίας ανάμεσα στην αμυγδαλή και τον προμετωπιαίο λοβό είναι ένας τρόπος με τον οποίο η έλλειψη ύπνου μπορεί να δημιουργήσει ψυχιατρικά συμπτώματα».
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει πως το στάδιο RΕΜ-ο βαθύτερος ύπνος, κατά τη διάρκεια του ονειρευόμαστε οποίου-βοηθά στην επεξεργασία των αναμνήσεων. Αν διαταραχθεί αυτός ο μηχανισμός, μπορεί να προκληθούν ψυχολογικά προβλήματα.
Ο κοιμισμένος εγκέφαλος ξεδιαλύνει τα γεγονότα και τις πληροφορίες της ημέρας και στη συνέχεια τα χωρίζει σε κατηγορίες, ανάλογα με το θέμα τους.
Έπειτα ψάχνει για συνδέσεις που θα μας βοηθήσουν να τα καταλάβουμε και τα ενώνει σε αναγνώσιμα πακέτα, σαν κομμάτια ενός παζλ, σε διαφορετικά σημεία της νύχτας. Έτσι, τα διάφορα στάδια του ύπνου «χειρίζονται» συγκεκριμένα είδη πληροφοριών.Όπως έχουν δείξει πολλά διαφορετικά πειράματα τα τελευταία χρόνια, ο ύπνος είναι απαραίτητος για να βελτιώσουμε τη μνήμη αλλά και την ικανότητα μάθησης.
Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω του ύπνου, η διάρκεια του οποίου πρέπει να φτάνει τουλάχιστον τις έξι ώρες για να έχει αυτά τα αποτελέσματα.
Οι τελευταίεςέρευνες δείχνουν πως ο ύπνος διευκολύνει την ανάλυση νέων αναμνήσεων, βοηθώντας τον εγκέφαλο στην επίλυση προβλημάτων και την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Φαίνεται επίσης πως ο εγκέφαλος χρειάζεται λίγο χρόνο για να επεξεργαστεί τις πληροφορίες και να τις αξιοποιήσει κατάλληλα. Και σε αυτό βοηθά ο ύπνος.Αν μάλιστα χάσουμε τον ύπνο μας ή δεν κοιμηθούμε τουλάχιστον έξι ώρες, οι μνήμες της ημέρας μπορεί να πάνε χαμένες.
Πηγή: ygeianews.gr