Δύο νέες βρετανικές έρευνες εμφανίζουν μια μάλλον αμφιλεγόμενη εικόνα για τις παρενέργειες που προκαλεί η χρήση μαριχουάνας.
Η πρώτη μελέτη διαπίστωσε ότι η μαριχουάνα περιέχει δύο χημικές ουσίες που προκαλούν αντίθετα αποτελέσματα στον εγκέφαλο. Από τη μια, η τετραϋδροκανναβινόλη μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση συμπτωμάτων ψύχωσης σε υγιείς ή να επιδεινώσει ήδη προϋπάρχοντα τέτοιου είδους συμπτώματα σε ασθενείς. Από την άλλη, η μαριχουάνα περιέχει την κανναβιδιόλη που μπορεί να καταπολεμήσει τέτοια συμπτώματα.
Στην έρευνα απεικονίστηκαν περιοχές του εγκεφάλου μέσω της τεχνικής της μαγνητικής λειτουργικής απεικόνισης και διαπιστώθηκε ότι η τετραϋδροκανναβινόλη «μπερδεύει» την ικανότητα του εγκεφάλου να διακρίνει ανάμεσα σε ερεθίσματα που είναι σημαντικά και σε όσα δεν είναι. Η συγκεκριμένη ουσία φαίνεται να μεταβάλει το επίπεδο ενός κρίσιμου νευροδιαβιβαστή, της ντοπαμίνης.
Από την άλλη όμως η νέα έρευνα βρήκε ενδείξεις ότι, χάρη στην κανναβιδιόλη, η μαριχουάνα μπορεί να δράσει και ως αντιψυχωτικό, μειώνοντας πιθανώς τα σχετικά συμπτώματα.
Η δεύτερη έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μεσήλικες που βλέπουν τη μνήμη τους να εξασθενεί, δεν πρέπει να το αποδίδουν στην κατά καιρούς χρήση μαριχουάνας. Από την άλλη όμως, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η παρατεταμένη χρήση του συγκεκριμένου ναρκωτικού μπορεί να προκαλέσει βλάβες στις νοητικές λειτουργίες.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις νοητικές λειτουργίες και τη μνήμη σχεδόν 9.000 ατόμων με ηλικία περίπου 50 ετών και βρήκαν ότι όσοι είχαν κάνει μέχρι πρόσφατα χρήση ‘ελαφριών’ ναρκωτικών, όπως η μαριχουάνα, τα κατάφερναν εξίσου καλά- ή και ελαφρώς καλύτερα- σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που ποτέ δεν είχαν καπνίσει τέτοιες ουσίες.
Η έρευνα δείχνει ότι η χρήση ναρκωτικών ουσιών στο παρελθόν ή και στο παρόν δεν σχετίζεται κατ’ ανάγκη με μειωμένες νοητικές λειτουργίες στην αρχή της μέσης ηλικίας. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για όσους κάνουν εντατική χρήση ναρκωτικών για μεγάλο χρονικό διάστημα.