Γιατί παχαίνουμε; Ολοένα περισσότερα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η παχυσαρκία αρχίζει στη μήτρα. Η περιττή αύξηση βάρους στην εγκυμοσύνη, όπως αποκαλύπτουν νέα ευρήματα, μπορεί να οδηγήσουν σε μωρά με προδιάθεση να γίνουν υπέρβαρα παιδιά.
Το Ιδρυμα Ιατρικής (ΙΟΜ), ο κλάδος Υγείας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών (NAS) των ΗΠΑ, ανέφερε πέρυσι ότι περισσότερες από μία στις τρεις φυσιολογικού βάρους γυναίκες και περισσότερες από μία στις δύο υπέρβαρες και παχύσαρκες παίρνουν πιο πολλά κιλά απ’ όσο πρέπει όταν είναι έγκυοι. Συνολικά, λιγότερο από το 40% των γυναικών παίρνει το συνιστώμενο βάρος, οι άλλες το παρακάνουν.
Αν και τα γονίδια παίζουν ρόλο στο σωματικό βάρος μερικών ανθρώπων, πρόσφατες μελέτες υποδηλώνουν ότι η γενετική δεν είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο γεννιούνται ολοένα και περισσότερα μεγαλόσωμα μωρά. Αντιθέτως, ευθύνεται η αύξηση του βάρους της μητέρας κατά την κύηση, αλλά και το γεγονός ότι οι γυναίκες είναι πιο παχιές απ’ ό,τι κατά το παρελθόν, οπότε αρχίζουν την εγκυμοσύνη τους με περισσότερα κιλά.
Η νεότερη από τις σχετικές μελέτες πραγματοποιήθηκε από τη δρα Τζάνετ Κάρεϊ, από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια, και τον δρα Ντέιβιντ Σ. Λούντβιχ από το Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης. Οπως έδειξε, υπήρχε ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στο βάρος της μητέρας και το βάρος του μωρού κατά τη γέννα. Οσες πήραν περισσότερα από 24 κιλά κυοφορώντας έως το τέλος ένα μωρό, είχαν διπλάσιες πιθανότητες να αποκτήσουν μωρά βάρους 4 ή περισσότερων κιλών, σε σύγκριση με τις εγκύους που είχαν πάρει 8-10 κιλά. Για κάθε 1 κιλό επιπλέον που έπαιρνε η έγκυος, το βάρος του μωρού αυξανόταν κατά 7,35 γραμμάρια.
Επειδή το βάρος γέννησης αποτελεί προάγγελο του βάρους αργότερα στη ζωή, «τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν πως η περιττή αύξηση βάρους κατά την κύηση μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας στους απογόνους της», έγραψαν οι ερευνητές στην επιθεώρηση «The Lancet».
Σε ένα σχόλιό τους στην ίδια επιθεώρηση, οι δρες Νιλ Χάλφον και Μάικλ Σ. Λιου, από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες, παραθέτουν στοιχεία από μια άλλη μελέτη, που πραγματοποιήθηκε στη Βρετανία. Οπως έδειξε, στην ηλικία των 9 ετών τα παιδιά γυναικών που είχαν παχύνει πολύ κατά την εγκυμοσύνη ζύγιζαν περισσότερο και είχαν επίσης περισσότερες πιθανότητες να είναι υπέρβαρα, να διαθέτουν αρκετούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (λ.χ. αυξημένη πίεση και χαμηλή «καλή» ή HDL χοληστερόλη) και να έχουν αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα.
Η μελέτη αυτή δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Circulation» τον περασμένο Ιούνιο και έδειξε ακόμη πως το βάρος της μητέρας πριν μείνει έγκυος είναι ισχυρός προάγγελος εμφάνισης προβλημάτων βάρους και μεταβολισμού στο παιδί της.
Οι συστάσεις
Το Ίδρυμα Ιατρικής εξέδωσε πέρυσι αναθεωρημένες συστάσεις για την αύξηση βάρους κατά την κύηση, που εξαρτώνται από το βάρος της γυναίκας πριν από την σύλληψη. Σύμφωνα με αυτές:
Μια πολύ αδύνατη γυναίκα (ΔΜΣ 18,5 ή χαμηλότερος) μπορεί να πάρει 12,6 έως 18 κιλά.
Μια γυναίκα φυσιολογικού βάρους (ΔΜΣ 18,6 έως 24,9) μπορεί να πάρει 11 έως 15,8 κιλά.
Μια υπέρβαρη γυναίκα (ΔΜΣ 25 έως 29,9) μπορεί να πάρει 7 έως 11 κιλά n Μια παχύσαρκη γυναίκα (ΔΜΣ 30 ή μεγαλύτερο) μπορεί να πάρει 5 έως 9 κιλά.
Οι αυξήσεις αυτές αφορούν κυοφορία ενός εμβρύου, επισημαίνει το Ίδρυμα.
Πηγή: mednutrition