Λανθασμένη εντύπωση για την ποσότητα αλατιού που συστήνουν οι ειδικοί, άγνοια για τις κρυμμένες πηγές αλατιού, την κακιά συνήθεια να προσθέτουν αλάτι κατά την παρασκευή του φαγητού, αλλά και να μην διαβάζουν τις ετικέτες των τροφίμων ως προς την περιεκτικότητα σε νάτριο, έχουν οι Έλληνες, σύμφωνα με αποτελέσματα έρευνας που παρουσίασε σήμερα κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο πρόεδρος του ΕΦΕΤ, Γιάννης Μίχας.
«Η έρευνα αναδεικνύει αρκετές αντιφάσεις που βιώνουν οι πολίτες στην καθημερινή τους διατροφή» είπε ο πρόεδρος του ΕΦΕΤ.
Στη μεγάλη τους πλειονότητα οι Έλληνες πιστεύουν ότι καταναλώνουν λίγο ή όσο αλάτι πρέπει να καταναλώνουν. Στη συνέχεια, ωστόσο, οι ίδιοι απάντησαν ότι αγνοούν τις κρυμμένες πηγές αλατιού, διότι δεν ξέρουν για παράδειγμα ότι κάτι μπορεί να μην είναι αλμυρό, αλλά να περιέχει αλάτι, όπως το ψωμί.
Ενθαρρυντικό είναι το στοιχείο του ελέγχου της πρόσληψης αλατιού στην καθημερινότητά τους με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα με τον περιορισμό κατανάλωσης τυποποιημένων και επεξεργασμένων τροφίμων.
Γνωρίζουν ότι μια διατροφή πλούσια σε αλάτι θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά μόνον ένας στους τέσσερις διαβάζει τις ετικέτες.
«Η γνώση και η συμπεριφορά των Ελλήνων απέναντι στο αλάτι πρέπει να γίνουν πιο συνειδητές και να διαφοροποιηθούν από αυτές που ισχύουν μέχρι σήμερα» επισήμανε ο κ. Μίχας.
Οι Έλληνες γνωρίζουν τη σχέση μεταξύ υψηλής κατανάλωσης αλατιού και αυξημένης αρτηριακής πίεσης, σύμφωνα με την έρευνα, όχι όμως και τη συσχέτιση μεταξύ άλλων παθολογικών καταστάσεων.
Κατά τα αποτελέσματα των μελετών, υπάρχει μια σταθερή και άμεση σχέση μεταξύ πρόσληψης αλατιού και αρτηριακής πίεσης, η οποία αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου στους ενήλικες παγκοσμίως. Ισχυρή είναι, επίσης, η συσχέτιση μεταξύ αλατιού και καρδιαγγειακής νόσου. Μελέτες έχουν δείξει ότι πρόσληψη αλατιού υψηλότερη κατά 5 γρ. ημερησίως, σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων, κατά 17% συνολικά.
Η μείωση κατανάλωσης αλατιού θα επιφέρει και οικονομικά οφέλη, καθώς το συνολικό κόστος των καρδιαγγειακών νοσημάτων στην ΕΕ ανήλθε σε 192 δισ. ευρώ το 2006, από τα οποία 57% αντιστοιχούν στο κόστος της ιατρικής περίθαλψης, 21% στην απώλεια παραγωγικότητας και 22% στην άτυπη περίθαλψη των πασχόντων από τέτοια νοσήματα.
Έχει εκτιμηθεί ότι μείωση της πρόσληψης αλατιού κατά 3 γρ. ημερησίως θα έχει περίπου τα ίδια αποτελέσματα στα ποσοστά εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, όσο και μια μείωση του καπνίσματος κατά 50%. Άλλωστε, η μείωση της πρόσληψης αλατιού κατέχει τη δεύτερη θέση μετά τη διακοπή του καπνίσματος στη λίστα των πέντε πιο σημαντικών παρεμβάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς έχει εκτιμηθεί ότι μια μείωση κατά 15% , θα μπορούσε να αποτρέψει τον θάνατο 8,5 εκ. ατόμων σε 10 χρόνια.
Ο στόχος που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είναι να μειωθεί η πρόσληψη αλατιού σε λιγότερο από 5 γρ. ημερησίως έως το 2025. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλεί τα κράτη μέλη να ενισχύσουν ή, αν δεν διαθέτουν ήδη, να αναπτύξουν συντονισμένες και βιώσιμες εθνικές διατροφικές πολιτικές σχετικά με το αλάτι.
Στο πλαίσιο αυτό ο ΕΦΕΤ ξεκινάει εκστρατεία ενημέρωσης των καταναλωτών, ώστε να μάθουν ποια είναι η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη (οι ειδικοί συστήνουν 5-6 γρ. αλατιού ημερησίως, 1 κουταλάκι του γλυκού ισοδυναμεί με 5 γρ. αλατιού), ποια τρόφιμα περιέχουν «κρυμμένο» αλάτι, τι πληροφορίες για το αλάτι μπορούμε να συλλέξουμε από τη διατροφική επισήμανση (ετικέτες τροφίμων).
Αν και σήμερα η αναγραφή του αλατιού στη συσκευασία δεν είναι υποχρεωτική, σε πέντε χρόνια θα είναι σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. «Η δική μας άποψη και πρόταση είναι να ξεκινήσουν άμεσα οι παρασκευαστές τροφίμων την αναγραφή σε όλα τα συσκευασμένα προϊόντα, της περιεκτικότητάς τους σε αλάτι», υπογράμμισε ο κ. Μίχας.
Τέλος, για την επίτευξη του στόχου μεγάλη σημασία δίνεται στη συνεργασία του δημόσιου τομέα με την ιδιωτική πρωτοβουλία. «Επεκτείνουμε τις δράσεις μας», είπε ο κ. Μίχας, «και συγκροτούμε ομάδα εργασίας που θα ξεκινήσει διάλογο με τους αρτοποιούς με στόχο να μειώσουν την ποσότητα αλατιού στο ψωμί, τις επιχειρήσεις τροφίμων και τους υπεύθυνους επιχειρήσεων μαζικής εστίασης, ενώ θα διερευνήσουμε την πιθανότητα θεσμοθέτησης ανώτατων ορίων αλατιού σε ορισμένες κατηγορίες τροφίμων».