Το πόσο ευγενικός και τρυφερός φαίνεται κανείς στους άλλους, μπορεί τελικά να είναι θέμα ενός και μόνο γονιδίου. Μάλιστα, ακόμα και οι ξένοι γύρω του μπορεί να διαισθανθούν αν ένας άνθρωπος έχει στο DNA του το συγκεκριμένο γονίδιο, ακόμα κι αν δεν ανοίξει καθόλου το στόμα του, σύμφωνα με μια νέα καναδο-αμερικανική επιστημονική έρευνα. Το εν λόγω γονίδιο -του οποίου υπάρχουν διάφορες παραλλαγές- ρυθμίζει στον οργανισμό τον υποδοχέα της λεγόμενης «ορμόνης της στοργής», της ωκυτοκίνης.
Οι ερευνητές έλεγξαν κατά πόσο οι συγκεκριμένες γενετικές παραλλαγές επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, με δεδομένο ότι η ωκυτοκίνη, ιδίως σε μεγάλες ποσότητες, κάνει τους ανθρώπους πιο «ζεστούς» και κοινωνικούς.
Οι επιστήμονες ζήτησαν από 116 εθελοντές να παρακολουθήσουν 23 ξεχωριστά ζευγάρια σε αντίστοιχα βίντεο χωρίς ήχο, διάρκειας 20 δευτερολέπτων το καθένα, στα οποία ο ένας σύντροφος διηγιόταν στον άλλο μια ιστορία προσωπικού πόνου. Οι εθελοντές έπρεπε να αξιολογήσουν πόσο ευγενικός, ζεστός και αξιόπιστος φαινόταν ο σύντροφος που άκουγε την ιστορία.
Η γενετική ανάλυση έδειξε ότι όσοι από τα μέλη των 23 ζευγαριών είχαν την παραλλαγή GG του συγκεκριμένου γονιδίου OXTR που ρυθμίζει τον υποδοχέα της ωκυτοκίνης, φαίνονταν στους θεατές των βίντεο σαφώς πιο τρυφεροί και ευγενικοί, σε σχέση με όσους στο DNA τους είχαν τις γενετικές παραλλαγές GA και ΑΑ του γονιδίου. Τα άτομα της πρώτης κατηγορίας (GG) χρησιμοποιούσαν περισσότερες μη λεκτικές εκφραστικές χειρονομίες (χαμόγελα, νεύματα, αγγίγματα κ.α.) για να εκδηλώσουν τη συμπαράστασή και την κατανόησή τους στο ταίρι τους, κάτι που έκανε τους θεατές να τους κρίνουν ως πιο ευαίσθητους ανθρώπους, χωρίς καν να ξέρουν ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν κοινό ένα συγκεκριμένο γονίδιο.
Αν και η μελέτη δείχνει πως ακόμα και μία μικρή γενετική παραλλαγή μπορεί να έχει απτές συνέπειες για τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου και με ποιο τρόπο αυτή γίνεται αντιληπτή από τους άλλους, παρόλα αυτά κανένα μοναδικό γονίδιο δεν είναι δυνατό να καθορίσει πλήρως και σε προβλέψιμο βαθμό τη συμπεριφορά κάποιου. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τους ερευνητές, χρειάζονται περισσότερες έρευνες που θα ρίξουν κι άλλο φως στη βιολογία της συμπεριφοράς.