Η ακεταμινοφαίνη ή παρακεταμόλη, η ευρέως χρησιμοποιούμενη αναλγητική και αντιπυρετική ουσία, όταν λαμβάνεται κατά την εγκυμοσύνη από τις γυναίκες, αυξάνει την πιθανότητα να γεννηθούν παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής μια Ελληνίδα ερευνήτρια.
Οι επιστήμονες, με επικεφαλής την επιδημιολόγο Εύη Στεργιακούλη του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό παιδιατρικής «JAMA Pediatrics», βρήκαν ότι η λήψη ακεταμινοφαίνης (παρακεταμόλης) στη διάρκεια της 18ης εβδομάδας της κύησης σχετίζεται με αύξηση κατά 42% της πιθανότητας το παιδί στην ηλικία των επτά ετών να είναι υπερκινητικό, καθώς και με αύξηση 31% της πιθανότητας να έχει κι άλλα προβλήματα συμπεριφοράς.
Όταν η παρακεταμόλη είχε ληφθεί κατά την 32η εβδομάδα της εγκυμοσύνης, τότε η πιθανότητα το επτάχρονο παιδί να εμφανίσει συναισθηματικές δυσκολίες είναι αυξημένη κατά 29%. Τα παιδιά, των οποίων οι μητέρες έπαιρναν την εν λόγω ουσία έως την τελευταία περίοδο προτού γεννήσουν, έχουν 46% μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν διάφορες διαταραχές συμπεριφοράς.
Οι ερευνητές διευκρίνισαν ότι η μελέτη αναδεικνύει μια συσχέτιση και δεν αποδεικνύει ότι η ακεταμινοφαίνη/παρακεταμόλη (που κυκλοφορεί με διάφορες εμπορικές ονομασίες) είναι η αιτία. Όμως επισήμαναν ότι τα νέα ευρήματα δημιουργούν αυξημένες ανησυχίες πως η έκθεση του εμβρύου στη συγκεκριμένη ουσία μπορεί όντως να συνδέεται με νευροαναπτυξιακά προβλήματα.
Προηγούμενες επιδημιολογικές μελέτες έχουν συνδέσει την παρακεταμόλη κατά την εγκυμοσύνη με συμπεριφορές τύπου Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) στα παιδιά. Μελέτες σε ποντίκια έχουν δείξει ότι το φάρμακο αυτό μπορεί να επιδρά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, διαταράσσοντας την ορμονική λειτουργία του αναπτυσσόμενου εμβρύου.
Εδώ και καιρό πάντως η εν λόγω δραστική ουσία θεωρείται ασφαλής κατά την εγκυμοσύνη και εκτιμάται ότι πάνω από τις μισές εγκύους στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ τη χρησιμοποιούν.
Η Εύη Στεργιακούλη σπούδασε Βιολογία και Γενετική στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, έκανε μεταπτυχιακά στη Βιολογία στο Imperial College του Λονδίνου, πήρε το διδακτορικό της στη Ψυχιατρική Γενετική από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ στην Ουαλία και σήμερα διδάσκει γενετική επιδημιολογία και στατιστική γενετική στο Τμήμα Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.