Ο γλυκαιμικός δείκτης είναι ένα διατροφικό εργαλείο που αναπτύχθηκε πριν από περίπου χρόνια με στόχο την ανάπτυξη και βελτίωση των διατροφικών συστάσεων και σύμφωνα με το οποίο τα τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες κατατάσσονται ανάλογα με την ικανότητά τους να αυξάνουν το σάκχαρο του αίματος.
Πολλές μελέτες που έχουν εξετάσει την επίδραση μιας δίαιτας χαμηλού έναντι υψηλού γλυκαιμικού δείκτη σε πολλές παθήσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία, έχουν δείξει ότι μια δίαιτα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και παχυσαρκίας τόσο σε άντρες όσο και σε γυναίκες. Αντιθέτως, μια δίαιτα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη φαίνεται να έχει ωφέλιμη επίδραση στον έλεγχο του σακχάρου ατόμων με διαβήτη.
Η συμβουλή να τρώμε λιγότερους απλούς (ζάχαρη) και περισσότερους σύνθετους υδατάνθρακες (σιτηρά, δημητριακά, όσπρια) βασίστηκε στην υπόθεση ότι η κατανάλωση αμυλούχων τροφίμων θα οδηγούσε σε μικρότερη αύξηση του σακχάρου του αίματος συγκριτικά με τα τρόφιμα που περιέχουν σάκχαρα Αυτή η υπόθεση όμως αποδείχτηκε υπερβολικά απλή γιατί η αύξηση του σακχάρου του αίματος μετά την κατανάλωση ενός τροφίμου που περιέχει σύνθετους υδατάνθρακες ποικίλει σημαντικά από τρόφιμο σε τρόφιμο και επιπλέον δεν είναι η ίδια σε όλα τα άτομα ακόμα και εάν καταναλώσουν την ίδια ποσότητα υδατανθράκων.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι υδατάνθρακες των τροφών διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ικανότητά τους να πέπτονται και να απορροφώνται στο πεπτικό σύστημα, γεγονός που εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, που έχουν να κάνουν με τους ίδιους τους υδατάνθρακες (φύση του αμύλου κλπ), τη μέθοδο μαγειρέματος της τροφής, την περιεκτικότητα του τροφίμου σε φυτικές ίνες, λίπος και πρωτεΐνες καθώς και παραμέτρους που επηρεάζουν την κινητικότητα και τη λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος.
Πώς μπορεί να μας χρησιμεύσει στην πράξη ο γλυκαιμικός δείκτης;
Ένας προτεινόμενος λοιπόν τρόπος για τον προσδιορισμό της αύξησης του σακχάρου του αίματος ανάλογα με τα υδατανθρακούχα τρόφιμα που καταναλώνουμε είναι ο γλυκαιμικός δείκτης. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, δίνεται στα τρόφιμα μια τιμή που ανταποκρίνεται στο πόσο γρήγορα γίνεται η πέψη και η απορρόφησή τους μετά την κατανάλωση τους. Ένα τρόφιμο θεωρείται χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη εάν έχει τιμή < 55, μέτριου γλυκαιμικού δείκτη εάν έχει τιμή 56-69 και υψηλού γλυκαιμικού δείκτη εάν έχει τιμή > 70.
Εξετάζοντας το γλυκαιμικό δείκτη διαφόρων τροφών βλέπουμε όμως και κάποια απροσδόκητα αποτελέσματα. Για παράδειγμα η γλυκόζη έχει γλυκαιμικό δείκτη 100, η σουκρόζη (ζάχαρη) 65, η λακτόζη (γάλα) 46, η φρουκτόζη 23, οι ψητές πατάτες 121, τα δημητριακά (νιφάδες σιταριού) 119, το άσπρο ψωμί 100, οι φακές 40, τα μακαρόνια 58 και το ρύζι 78. Είναι λοιπόν φανερό ότι η επιτραπέζια ζάχαρη έχει χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από πολλά άλλα τρόφιμα όπως τη γλυκόζη, τις πατάτες, τα δημητριακά, το ρύζι, το άσπρο ψωμί κ.α. Γενικά, τα ραφιναρισμένα σιτηρά προϊόντα και οι πατάτες έχουν υψηλό γλυκαιμικό δείκτη, τα όσπρια και τα μη επεξεργασμένα σιτηρά έχουν μέτριο γλυκαιμικό δείκτη και τα μη αμυλούχα λαχανικά έχουν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη.
Επιπλέον, επιστημονικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι ο γλυκαιμικός δείκτης είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που μας βοηθά να επιλέξουμε τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες με σκοπό τη μείωση των επιπέδων ολικής χοληστερόλης και τον καλύτερο μεταβολικό έλεγχο του διαβήτη.
Πηγή: nutrimed.gr