Επιστήμονες πιστεύουν πως έγινε ότι ήταν να γίνει στη αντιμετώπιση του καρκίνου με την χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία και ότι τώρα ήρθε η ώρα να στραφεί η αντιμετώπιση της νόσου στην ανοσοθεραπεία. Σήμερα υπάρχουν δύο πολύ σημαντικά πεδία έρευνας και ανοσοθεραπείας τους καρκίνου. Το ένα αφορά την αφαίρεση και ενίσχυση με ουσίες των λεμφοκυττάρων του ασθενούς και επαναχορήσησή τους στον πάσχοντα, ενώ το δεύτερο πεδίο αφορά την παρέμβαση στα σημεία ελέγχου (check points) της ενεργοποίησης του ανοσιακού συστήματος. Τα παραπάνω επισημάνθηκαν στη διάρκεια συνέντευξης με αφορμή το Περιφερειακό Ιατρικό Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή Exploring Novel Medical Frontiers 2016 το οποίο συνδιοργανώνουν 9-10 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη (Grand Hotel Palace) το Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής του Ιπποκράτειου ΓΝΘ, η Ελληνική Εταιρεία Ανοσολογίας, το Τμήμα Κλινικής Ανοσολογίας της Β’ Παθολογικής Κλινικής ΑΠΘ και το Εργαστήριο Νευροπληροφορικής του ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας.
«Σήμερα έχουμε δύο πάρα πολύ σημαντικά πεδία έρευνας και θεραπείας, ανοσοθεραπείας συγκεκριμένα, εναντίον του καρκίνου. Το μέγαλο πεδίο έρευνας είναι το adaptive transfer, δηλαδή βγάζουμε τα λεμφοκύτταρα εκτός του σώματος του ασθενή, τα επεξεργαζόμαστε με ουσίες οι οποίες ενισχύουν τη δραστηριότητα τους και τα επαναχορηγούμε στον ίδιο ασθενή από τον οποίο τα πήγαμε και ο οποίος είναι ο πάσχων. Αυτή είναι μία μεθοδολογία και μία τεχνική πάνω στην οποία γίνονται προσπάθειες εδώ και πολλά χρόνια αλλά φαίνεται ότι έχει αρχίσει να αποδίδει και μάλιστα τελευταία υπάρχουν δημοσιεύσεις γύρω από αυτό το θέμα με πολύ αισιόδοξα μηνύματα. Δεν θέλει να πει κανείς ότι έχει λυθεί το θέμα της ανοσοενίσχυσης και της ανοσοθεραπείας του καρκίνου με αυτό τον τρόπο, όμως σίγουρα έχουν γίνει πολλά βήματα μπροστά. Το άλλο κομμάτι που ασχολείται πάρα πολύ, ακόμη πιο πρόσφατα, η έρευνα του καρκίνου είναι η παρέμβαση στα check points της ενεργοποίησης του ανοσιακού συστήματος ώστε να μπορεί ο γιατρός που ενδιαφέρεται για τον συγκεκριμένο κάθε φορά καρκίνο είτε να αναστέλλει κάποιες ιδιότητες του ανοσιακού συστήματος είτε να ενισχύει άλλες προς όφελος του ασθενή. Διότι ο ίδιος ο καρκίνος στην ανάπτυξή του από ένα σημείο και πέρα αναστέλλει τη δραστηριότητα της άμυνας. Σαν να λέμε απλά την παραλύει, την αδρανοποιεί, την απενεργοποιεί. Οι ερευνητές που ασχολούνται με την ανοσολογία του καρκίνου έχουν να κάνουν με αυτό, δηλαδή να παρεμβαίνουν και να διορθώνουν τις αιτίες που οδήγησαν στην απενεργοποίηση του ανοσιακού συστήματος» εξήγησε η καθηγήτρια Παθολογίας- Ανοσολογίας στο ΑΠΘ και διευθύντρια της Β΄ Παθολογικής Κλινικής του Ιπποκρατείου, Παναγιώτα Μπούρα.
Οι μελέτες αυτές έχουν γίνει σε δεκάδες ασθενών δίνοντας ολοένα και καλύτερα μηνύματα καθώς βελτιώνονται τα φάρμακα, οι ουσίες παρέμβασης και η ανταπόκριση των πασχόντων.
«Την ανταπόκριση στον καρκίνο τη μετράμε με διάρκεια επιβίωσης του ασθενή χωρίς νόσο ή με διάρκεια συνολικής επιβίωσής του. Και φαίνεται ότι σε μερικές ομάδες ασθενών έχουν προκύψει στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις. Επιμηκύνεται η ζωή αρρώστων που θα κατέληγαν γρηγορότερα και βιώνουν ίσως και μια καλύτερη ποιότητα ζωής» πρόσθεσε η κ. Μπούρα
Οι θεραπείες αυτές, οι οποίες επί του παρόντος βρίσκονται σε στάδιο μελετών αξιολόγησης, ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά είτε σε συνδυασμό με χημειοθεραπείες και ακτινοθεραπείες είτε μόνες τους. Ωστόσο δεν υπάρχει ακόμη πρόβλεψη για το πότε θα αρχίσουν να χρησιμοποιούνται καθώς αυτό εξαρτάται από την επιτυχία που θα έχουν οι προσπάθειες των ερευνητών.
«Μην ξεχνάμε ότι αυτά είναι χρονοβόρα θέματα .Δεν μπορεί κανείς να βρεθεί από τη μια κατάσταση στην άλλη. Εγώ νομίζω ότι είναι πολύ ευοίωνα τα μηνύματα αν λάβει κανείς υπόψη ότι η ανοσολογία του καρκίνου είναι ένα γνωστικό αντικείμενο 20-25 χρόνων και σκεφτείτε τι βήματα έχουν γίνει προς τη βελτίωση της ζωής των καρκινοπαθών. Συνολικά, εγώ προσωπικά ως ανοσολόγος, είμαι πάρα πολύ αισιόδοξη ότι θα πάμε ολοένα και καλύτερα, δεν ξέρω όμως με τι ταχύτητα» πρόσθεσε η κ. Μπούρα.