Τις βασικές αιτίες που οδηγούν σε μόνιμη υπέρβαση του προϋπολογισμού της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης και αντίστοιχα τις επιστροφές της φαρμακευτικής βιομηχανίας και στους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού, εξήγησε κατά την ομιλία του ο Αντώνης Καρόκης, Διευθυντής Εξωτερικών Υποθέσεων της MSD Ελλάδος, στο 3ο Υβριδικό Φόρουμ με θέμα «2024: Σταθμός σημαντικών αλλαγών στα νοσοκομεία του ΕΣΥ», που πραγματοποιήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2024, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας.

Ο κ. Καρόκης, συμμετέχοντας στη συζήτηση με θέμα «Διαχείριση, Καταγραφή & Αποζημίωση Κόστους των Δημοσίων Νοσοκομείων», που συντόνισε ο Καθηγητής του «Δημοκρίτειου» Πανεπιστημίου Θράκης, Νίκος Πολύζος, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι, «το 2024 αποτελεί χρονιά-ορόσημο για την αναδιάρθρωση του συστήματος χρηματοδότησης της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης, καθώς οι υπάρχουσες στρεβλώσεις καθιστούν τη σημερινή κατάσταση μη βιώσιμη. Οι υπερβάσεις του προϋπολογισμού, οι υψηλές επιστροφές από τη φαρμακευτική βιομηχανία και η στασιμότητα της δημόσιας χρηματοδότησης αναδεικνύουν την ανάγκη για άμεσες μεταρρυθμίσεις».

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο διευθυντής Εξωτερικών Υποθέσεων της MSD Ελλάδος, ενώ η δημόσια χρηματοδότηση παραμένει σταθερή η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που έχει σημειώσει μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης από το 2008.

Παράλληλα, η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη παρουσιάζει ανησυχητική αύξηση, με τις δαπάνες του 2024 να προβλέπεται ότι θα είναι διπλάσιες (αύξηση 100%) σε σύγκριση με το 2016, ενώ και οι επιστροφές από τη φαρμακευτική βιομηχανία έχουν αυξηθεί κατά 300% από το 2016, αποτελώντας πλέον το 62% της συνολικής δαπάνης, γεγονός που καθιστά το σύστημα χρηματοδότησης μη βιώσιμο. Χαρακτηριστικό της διαμορφωθείσας προβληματικής αυτής κατάστασης είναι ότι, το 2023, οι εταιρείες με φάρμακα που κόστιζαν > 30€ κλήθηκαν να καλύψουν 8 στα 10 από αυτά που διατέθηκαν στα δημόσια νοσοκομεία.

Η τρέχουσα κρίση στη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες, όπως η υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας, που δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες των πολιτών. Παράλληλα, η έλλειψη αποδοτικής διαχείρισης και σύγχρονων ψηφιακών υποδομών δημιουργεί εμπόδια στην ορθολογική διαχείριση των πόρων. Επιπλέον, η αυξημένη χρήση νέων φαρμακευτικών τεχνολογιών, παρότι αναγκαία για την αναβάθμιση της φροντίδας υγείας, συμβάλλει σημαντικά στην άνοδο της δαπάνης.

Εν τούτοις, μηχανισμοί όπως οι διαπραγματεύσεις κλειστών προϋπολογισμών εξασφαλίζουν ότι οι τεχνολογίες αυτές μπορούν να είναι οικονομικές για το σύστημα υγείας, κάτι που δεν συμβαίνει με παραδοσιακά φάρμακα τα οποία συχνά απορροφούν πόρους που θα έπρεπε να διατίθενται για την εξασφάλιση της καινοτομίας.

Τέλος, η αναποτελεσματική κατανομή των προϋπολογισμών επιτείνει την οικονομική επιβάρυνση, οδηγώντας σε στρεβλώσεις και υπερβάσεις που επιβαρύνουν το σύστημα υγείας και δημιουργούν ανισότητες μεταξύ των ασθενών διακινδυνεύοντας την πρόσβαση σε αναγκαίες θεραπείες.

Αναφερόμενος ο κ. Καρόκης και στο ρόλο του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ) στο ελληνικό οικοσύστημα του φαρμάκου, σημείωσε ότι «ενώ καλύπτει κρίσιμες ανάγκες σε φάρμακα για το σύστημα υγείας, συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης και των επιστροφών, δημιουργώντας νέες δημοσιονομικές πιέσεις. Η συνεχής αύξηση της δαπάνης του ΙΦΕΤ, από 64 εκατομμύρια ευρώ το 2019 σε εκτιμώμενα 490 εκατομμύρια ευρώ το 2024, αναδεικνύει την ανάγκη για αναθεώρηση του πλαισίου λειτουργίας του ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η αποδοτικότητα του συστήματος υγείας».

Ενώ συμπληρωματικά ανέδειξε και την οικονομική πίεση που δημιουργούν τα φάρμακα της «Αρνητικής Λίστας» (περιλαμβάνει σκευάσματα τα οποία δεν καλύπτονται οικονομικά από τους ασφαλιστικούς φορείς) στους νοσοκομειακούς προϋπολογισμούς. «Η αρνητική λίστα φαρμάκων είναι ένας κατάλογος φαρμακευτικών σκευασμάτων που δεν καλύπτονται οικονομικά από τους ασφαλιστικούς φορείς ή το δημόσιο φορέα υγείας ενός κράτους. Δηλαδή τα φάρμακα που περιλαμβάνονται σε αυτή τη λίστα πρέπει να πληρώνονται εξ’ ολοκλήρου από τον ασθενή. Ωστόσο, στην Ελλάδα τα φάρμακα της Αρνητικής Λίστας αποζημιώνονται από τα νοσοκομεία!

Η δαπάνη της αρνητικής λίστας αυξάνεται σταθερά διαχρονικά, από 33 εκατομμύρια ευρώ το 2020 σε εκτιμώμενα 52 εκατομμύρια ευρώ το 2024. Αντί λοιπόν, οι επιστροφές να αγγίζουν το 85% θα μπορούσαμε με παρεμβάσεις σε τρία σημεία του συστήματος (ΙΦΕΤ, φάρμακα Αρνητικής Λίστας και μεταφορά επιβαρύνσεων στα προϊόντα που κοστίζουν πάνω από 30€) να μειωθούν οι επιβαρύνσεις κατά 20 τουλάχιστον ποσοστιαίες μονάδες, ενώ επιπλέον παρεμβάσεις στον έλεγχο της συνταγογράφησης και στις στρεβλώσεις του συστήματος τιμολόγησης θα επέφεραν περαιτέρω μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, των επιβαρύνσεων και χαμηλότερη πίεση στον δημοσιονομικό προϋπολογισμό».

Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Αντώνης Καρόκης, Διευθυντής Εξωτερικών Υποθέσεων της MSD Ελλάδος αναφέρθηκε σε μια σειρά επιπλέον λύσεων, όπως η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης ώστε να εναρμονιστεί με τους μέσους όρους χρηματοδότησης της ΕΕ, οι διαπραγματεύσεις εισόδου νέων φαρμάκων στο σύστημα υγείας, η υιοθέτηση μηχανισμών ολοκληρωμένης υγειονομικής φροντίδας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του συστήματος υγείας με τη δημιουργία εθνικών μητρώων και η διασύνδεση των ηλεκτρονικών συνταγών με τις διαγνωστικές εξετάσεις.

«Η αναδιάρθρωση της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης δεν αποτελεί μόνο οικονομική αναγκαιότητα αλλά και προτεραιότητα για την καλύτερη εξυπηρέτηση και φροντίδα των ασθενών. Η εισαγωγή καινοτόμων πολιτικών μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα και την ποιότητα του συστήματος υγείας στη χώρα μας», κατέληξε.