Ο πλανήτης μπορεί να ξεπέρασε τον κορονοϊό, όμως οι επιστήμονες ερευνούν ιούς από τους οποίους θα μπορούσε να προκύψει μια νέα πανδημία, ώστε να αποφύγουν να επαναληφθούν καταστάσεις αντίστοιχες ή χειρότερες με εκείνες του 2020.
Μια ομάδα ερευνητών θεωρεί ότι το σπήλαιο Κιτούμ στην Κένυα πρέπει να μελετηθεί διεξοδικά, γιατί έχει μετατραπεί σε «εκκολαπτήριο» ζωονοσογόνων ασθενειών και πλέον χαρακτηρίζεται ως το «πιο θανατηφόρο σπήλαιο του κόσμου».
Εκεί έχει εντοπιστεί, κυρίως σε νυχτερίδες, ο ιός Μάρμπουργκ, ο οποίος έχει σκοτώσει ανθρώπους (που μολύνθηκαν από αυτόν). Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια θεραπεία, ενώ τα πιο επιθετικά στελέχη του μπορεί να οδηγήσουν σε θνησιμότητα σε ποσοστό έως και 88%.
Η ανακάλυψη του ιού Μάρμπουργκ
Σύμφωνα με την αγγλική εφημερίδα «Daily Mail», το 1980 ένας γάλλος μηχανικός, που εργαζόταν σε ένα κοντινό στο σπήλαιο εργοστάσιο ζάχαρης, μολύνθηκε από τον ιό Μάρμπουργκ κατόπιν επίσκεψής του εκεί, ήτοι στο σπήλαιο Κιτούμ, το οποίο βρίσκεται μέσα στο ανενεργό ηφαίστειο στην καρδιά του Εθνικού Πάρκου Mount Elgon της Κένυας.
Ο άνδρας πέθανε λίγες μέρες μετά σε νοσοκομείο του Ναϊρόμπι. Επτά χρόνια αργότερα, ένας μαθητής από τη Δανία, που έκανε διακοπές με την οικογένειά του στην περιοχή, πέθανε αφού μολύνθηκε από έναν παρόμοιο ιό, ο οποίος σήμερα είναι γνωστός ως ιός Ravn.
Όταν ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το σπήλαιο, οι επιστήμονες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν για ποιο λόγο τα τοιχώματά του ήταν γεμάτα γρατζουνιές και θεώρησαν ότι τις είχαν κάνει αρχαίοι αιγύπτιοι εργάτες, καθώς αναζητούσαν χρυσό ή διαμάντια. Αργότερα, συνειδητοποίησαν ότι το αλάτι που βρίσκεται στα τοιχώματα του σπηλαίου προσελκύει διάφορα ζώα, όπως ελέφαντες, βουβάλια, αντιλόπες, λεοπαρδάλεις, ύαινες και νυχτερίδες.
Το Ινστιτούτο Ιατρικής Έρευνας Λοιμωδών Νοσημάτων του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (USAMRIID) ξεκίνησε μια αποστολή στο εν λόγω σπήλαιο μετά τα κρούσματα που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1980, αλλά δυσκολεύτηκε να εντοπίσει το είδος που θεωρούνταν υπεύθυνο για τη διάδοση των θανατηφόρων παθογόνων στον άνθρωπο.
Πάνω από μια δεκαετία αργότερα, το RNA του ιού ανιχνεύθηκε σε μια φαινομενικά υγιή αιγυπτιακή φρουτονυχτερίδα (Rousettus aegyptiacus), η οποία βρέθηκε στο σπήλαιο τον Ιούλιο του 2007. Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως τα υπολείμματα του θανατηφόρου ιού ήταν παρόντα στο ήπαρ, τον σπλήνα και τον πνευμονικό ιστό της θηλυκής νυχτερίδας. Έκτοτε, έχουν ανιχνευθεί τεράστιες ποσότητες γονιδίων της ιντερφερόνης τύπου 1, καθώς και των υποδοχέων κυττάρων, που λέγονται «φυσικοί δολοφόνοι», σε αυτές τις νυχτερίδες.
Τα συμπτώματα
Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο από φρουτονυχτερίδες, που ζουν στην κεντρική Αφρική. Μπορεί, επίσης, να μεταδοθεί μέσω άμεσης επαφής από άτομο σε άτομο. Αυτό περιλαμβάνει την επαφή με αίμα ή άλλα σωματικά υγρά ή αντικείμενα που έχουν μολυνθεί, όπως κλινοσκεπάσματα και ρούχα.
Ο ιός Μάρμπουργκ επωάζεται στους ανθρώπους από 2 έως 21 ημέρες πριν προκαλέσει συμπτώματα. Ωστόσο, τα προειδοποιητικά σημάδια, όταν εκδηλώνονται, αρχικά μοιάζουν με εκείνα άλλων τροπικών ασθενειών όπως ο Έμπολα και η ελονοσία. Οι ασθενείς εμφανίζουν υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, μυϊκούς πόνους και κακουχία. Συχνά, έχουν πόνο στην κοιλιά, κράμπες και οξεία διάρροια.
Πολλοί άνθρωποι αιμορραγούν από διάφορα σημεία του σώματός τους και πεθαίνουν οκτώ έως εννέα ημέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων, λόγω της ακραίας απώλειας αίματος και του σοκ. Κατά μέσο όρο, ο ιός σκοτώνει τους μισούς από τους μολυσμένους, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, αλλά τα πιο επικίνδυνα στελέχη του έχουν σκοτώσει έως και το 88%. Καθώς σήμερα δεν υπάρχουν εγκεκριμένα εμβόλια ή θεραπείες για τον ιό, οι γιατροί χορηγούν μόνο φάρμακα για την ανακούφιση των συμπτωμάτων.