Τα μάτια του είναι κόκκινα. Από την αϋπνία. Δεν μπορεί να κοιμηθεί εδώ και μέρες. «Μόλις κλείσουν τα μάτια μου ακούω τις φωνές τους. Γυναίκες και παιδιά να ουρλιάζουν βοήθεια. Είδα ανθρώπους να πνίγονται. Σκέφτηκα θα πεθάνω κι εγώ. Δεν ξέρω κολύμπι».
Ο 25χρονος Γιασίν Ιμπραχίμ Αμπντί κατάφερε να διασωθεί από το ναυάγιο της Σάμου. Τώρα λέει πως το μετανιώνει που έβαλε τη ζωή του σε τέτοιο κίνδυνο. Αλλά δεν είχε κι άλλη επιλογή. «Έχω έξι αδέλφια. Εγώ είμαι ο μικρότερος. Στη Σομαλία έχουμε πόλεμο. Οι τρομοκράτες κι οι εξτρεμιστές σκοτώνουν ανθρώπους στους δρόμους. Δυο ξαδέλφια μου σκοτώθηκαν πριν φύγω. Δουλειές δεν υπάρχουν. Αποφασίσαμε, όλη η οικογένεια, πως θα φύγω εγώ, επειδή είμαι ο νεότερος και ο πιο δυνατός και μπορώ να δουλέψω για να τους στηρίξω»…
Ταραγμένος ακόμη, εξιστορεί την «οδύσσειά» του στο «Έθνος». Οι γονείς του, καμηλιέρηδες και βοσκοί στον αγροτικό Νότο της Σομαλίας, πούλησαν δυο καμήλες προς 500 δολάρια τη μια για να φτάσει ο βενιαμίν τους στην Ευρώπη. Τα υπόλοιπα λεφτά τα έστειλε ο θείος του από τη Νορβηγία. Μέχρι τη Σάμο χρειάστηκε 2.500 δολάρια. Το ταξίδι ξεκίνησε πριν από τρεις μήνες. Με νοικιασμένο αυτοκίνητο πήγε από τη Shabeellaha hoose στην πρωτεύουσα Μογκαντίσου.
«Είναι περίπου 100 χλμ. αλλά χρειάζεσαι αρκετές ώρες επειδή υπάρχουν παντού ναρκοπέδια». Από το Μογκαντίσου πέταξε προς την Αντίς Αμπέμπα κι από εκεί στην Τεχεράνη. Οι διεθνείς πτήσεις από τη σομαλική πρωτεύουσα είναι δύσκολες, λέει, λόγω των συρράξεων.
Στην Τεχεράνη ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Παλιά πήγαιναν μέσω Συρίας, αλλά τώρα λόγω πολέμου προτιμάται το Ιράν. Κατάφερε να μάθει από έναν οδηγό ταξί τα στέκια των λαθρεμπόρων. «Υπάρχουν πολλοί στην Τεχεράνη»…
Μετά τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις επιβιβάστηκε σε ένα βανάκι που τον μετέφερε στα σύνορα με την Τουρκία. «Ημασταν 20 άτομα μέσα στο κλειστό βαν. Τα πρόσωπα των λαθρεμπόρων ήταν καλυμμένα. Οδηγούσαν 10 ώρες για να φτάσουμε στο Μακού».
Τα σύνορα τα διέσχισαν νύχτα, από τα βουνά, περπατώντας μέσα στα χιόνια για οκτώ ώρες. Εκεί, οι λαθρέμποροι του Ιράν παρέδωσαν το «εμπόρευμα» στους Τούρκους… συναδέλφους τους.
«Οσοι φορούσαν λαστιχένια παπούτσια έπαθαν κρυοπαγήματα και τους έκοψαν τα δάχτυλα σε νοσοκομεία της Τουρκίας. Εγώ ευτυχώς φορούσα δερμάτινα παπούτσια, παλτό και γάντια». Στην Κωνσταντινούπολη έμεινε περίπου δυο εβδομάδες μέχρι να κανονιστούν όλα. Τον βοήθησαν άλλοι Σομαλοί, πιο παλιοί στην τουρκική πόλη, που περίμεναν κι αυτοί να περάσουν απέναντι. «Κάποιοι περιμένουν μήνες μέχρι να τους στείλουν οι δικοί τους τα χρήματα για να περάσουν στην Ελλάδα».
Το μοιραίο ταξίδι ξεκίνησε στις 10 τη νύχτα, μας λέει, με προορισμό την Ελλάδα. «Πρέπει να ήμασταν συνολικά 60 άτομα και δεν υπήρχε μέρος να κάτσεις, ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο». Την αιτία της υπερφόρτωσης δίνει για την τραγωδία και ο Χασάν Αμντιχαφίντ, άλλος ένας από τους Σομαλούς διασωθέντες, που είδε τη μάνα του να βασανίζεται μέχρι θανάτου από εξτρεμιστές, πριν ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι.
«Οταν ξεκινούσαμε, κοντά στην Τουρκία» -συνεχίζει ο Γιασίν- «νιώσαμε πως η βάρκα χτύπησε σε βράχο. Η μικρή καμπίνα άρχισε να μπάζει νερά αλλά ο βοηθός του καπετάνιου που φορούσε μάσκα για να μη βλέπουμε το πρόσωπό του, δεν μας άφηνε να βγούμε έξω. Μας έλεγε πως είμαστε στη μέση του πελάγους και να κάτσουμε κάτω. Αυτός και ο καπετάνιος ήταν Σύροι και συνεργάζονταν με τους Τούρκους. Κάπνιζαν ναρκωτικά και δεν μας έδιναν σημασία. Είχαν σβήσει τα φώτα της καμπίνας για να μη φαινόμαστε στο σκοτάδι. Βλέπαμε με φακούς. Δεν είχαμε σωσίβια και το νερό ανέβαινε.
Κάποια στιγμή πήγαμε όλοι να βγούμε και το σκάφος έγειρε. Εγώ και όσοι ήταν κοντά στην πόρτα προλάβαμε να βγούμε. Πήδηξα στη θάλασσα. Μετά η πόρτα φράκαρε από τα νερά και οι άλλοι παγιδεύτηκαν μέσα. Άκουγα γυναίκες και παιδιά να φωνάζουν βοήθεια. Δεν ξέρω κολύμπι. Πιάστηκα από τη βάρκα και προσπάθησα να κρατηθώ στην επιφάνεια. Το νερό ήταν αφόρητα παγωμένο. Πρέπει να έμεινα έτσι 3-4 ώρες. Δίπλα μου ήταν άλλος ένας Σομαλός που δεν τα κατάφερε. Κάποια στιγμή μουρμούρισε κάτι για τη γυναίκα και τα παιδιά του και χάθηκε στα νερά. Μετά ήρθε το κρουαζιερόπλοιο και το λιμενικό και σωθήκαμε».
Φορά ένα τριμμένο τζιν και ένα πουλόβερ. Στην τσέπη του έχει το έγγραφο για την εξάμηνη αναβολή απέλασης. Φιλοξενείται σε σπίτι Σομαλού κοντά στην Αχαρνών. «Πού είναι οι πρεσβείες της Αγγλίας και της Νορβηγίας;», ρωτά. Το ταξίδι του δεν τελείωσε. Θέλει να φτάσει εκεί όπου έχει συγγενείς, για να δουλέψει και να ζήσει την οικογένειά του. Βλέπει τον χάρτη και προσπαθεί να προσανατολιστεί. Είναι η πρώτη του μέρα στην Αθήνα.