Τα αίτια, οι συνέπειες και οι τρόποι αντιμετώπισης της βίας και του φανατισμού ήταν το θέμα που κλήθηκαν να συζητήσουν μαθητές της Α’ Λυκείου στο πλαίσιο ρητορικού διαγωνισμού που διοργανώθηκε από το Ελληνοαμερικάνικο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κολλέγιο Ψυχικού.

Η μαθήτρια Θεοδώρα Παπά βραβεύτηκε μεταξύ των 10 πρώτων, με την ομιλία της που είχε θέμα τη διαχρονικότητα των λόγων των Τριών Ιεραρχών.

Διαβάστε το λόγο της βραβευμένης μαθήτριας, Θεοδώρας Παπά…

«Με δεδομένη την ευαισθησία μας απέναντι στον άκριτο φανατισμό και τα περιστατικά ωμής βίας, πιστεύω όλοι θα συμφωνούσαμε ότι και τα δύο αποτελούν μία από τις μάστιγες που κηλιδώνουν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Με αφορμή τα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα, εύκολα θα μπορούσε να μνημονεύσει κανείς το παράδειγμα ενός φανατισμένου οπαδού μίας αθλητικής ομάδας, ενός πολιτικού κόμματος, μίας ιδεολογίας ή ακόμη και ενός καλλιτεχνικού ρεύματος.

Στις ήπιες μορφές του, ο φανατισμός εκδηλώνεται με καυστική κριτική απέναντι σε άλλες κοινωνικές ομάδες καθώς και απόρριψη οποιασδήποτε άλλης θέσης ως εσφαλμένη με την προβολή ανεδαφικών επιχειρημάτων. Αυτοσκοπός της πλειονότητας των φανατικών είναι συνήθως να πείσουν τους ράθυμους και ανενεργούς πολίτες στους οποίους εκλαμβάνουν ως άβουλο και πειθήνιο όργανο των κυβερνήσεων για την ορθότητα των θέσεών τους. Αυτό επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο με αθέμιτα μέσα, τα οποία αφορούν την παραποίηση της αλήθειας, την απουσία του διαλόγου και ουσιαστικά την παρουσίαση μίας μονοδιάστατης αντίληψης.

Προσδεδεμένοι στο άρμα της αδιαφορίας και της τύφλωσης του νου, οι φανατικοί προβαίνουν σε βιαιοπραγίες και άσκηση σωματικής ή λεκτικής βίας που ενδέχεται να καταλήξει σε αιματοχυσίες. Ζώντας σε μία επίπλαστη πραγματικότητα, όπου οι ίδιοι καταλαμβάνουν το ρόλο της αυθεντίας, παροτρύνουν (ανεπιφύλακτα) την εμφάνιση ακόμη και εγκληματικών διαθέσεων.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι ο φανατισμός σε αντιδιαστολή με τον εγωκεντρισμό και την εμφάνιση βίας δεν είναι αυθύπαρκτο φαινόμενο, αποκομμένο από τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, αλλά συνυφαίνεται άρρηκτα με πλήθος πολιτικών, ιδεολογικών και οικονομικών παραγόντων.

Αφετηρία στον ερμηνευτικό μας προβληματισμό, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει η έλλειψη ανθρωπιστικής παιδείας και αποδοχής της διαφορετικότητας που εμφορείται από τον ενδοοικογενειακό και τον κοινωνικό βίο. Ο σύγχρονος άνθρωπος γαλουχείται πλέον με τέτοιο τρόπο από την οικογένειά του, ώστε να αντιμετωπίζει το διαφορετικό ως απειλή για την ίδια του την ύπαρξη, όταν εγκαταλείπει τους κόλπους της. Πολυφωνικές όμως κοινωνίες σαν τις τωρινές, προϋποθέτουν την επικράτηση ποικίλων ιδεολογιών και απόψεων έτσι ώστε να εδραιώνονται ως εφαλτήριο για πρόοδο και δημιουργία και ταυτόχρονα να επιτρέπουν στον άνθρωπο να αναζητεί εκούσια την ταυτότητά του.

Στην έξαρση της βίας και του φανατισμού συνεπιδρούν επίσης μια σειρά από συγκλίνοντες επιβοηθητικοί παράγοντες, ένας εκ των οποίων θεωρείται η καλλιέργεια του φανατισμού από μερίδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ειδικότερα των οπτικοακουστικών. Οι ακραίες ή αποτρόπαιες αντιδράσεις που προωθούνται και επιβραβεύονται μέσα από αυτά, καλλιεργούν στο άτομο την στερεότυπη αντίληψη ότι η χρήση βίας συνιστά τον αποτελεσματικότερο και πιο αποδεκτό τρόπο αντιμετώπισης των δυσεπίλυτων καθημερινών τους προβλημάτων.

Ειδικότερα στους έφηβους, διεγείρουν το αίσθημα του θαυμασμού και την επιθυμία ταύτισης με ανάλογα πρότυπα. Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω ότι η ανερμάτιστη υιοθέτηση βίαιων συμπεριφορών πηγάζει από την άγνοια και την αφέλεια που είναι συνυφασμένη με την νεαρή τους ηλικία.

Το εξεταζόμενο φαινόμενο υποθάλπει επίσης των φορτική και πληκτική καθημερινότητα που προάγει η αστυφιλία και σε ευρύτερο πλαίσιο ο τρόπος ζωής στις μεγαλουπόλεις, ο οποίος απελευθερώνει την εσωτερική καταπίεση. Καταβαλλόμενος από άγχος ο σύγχρονος άνθρωπος, δεν επιδιώκει πλέον την συγκρότηση πολύπλευρης προσωπικότητας ή τη διεύρυνση των πνευματικών του οριζόντων. Ως αποτέλεσμα, συνάπτει επιδερμικές σχέσεις με τους συνανθρώπους του, οι οποίες δίνουν πρόσφορο έδαφος στην αντικοινωνική και εγκληματική συμπεριφορά. Η πεμπτουσία όμως του προβλήματος έγκειται στην αναξιοπιστία του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος όσον αγορά τη διάρθρωση του σωφρονιστικού συστήματος σε συνδυασμό με την κοινωνική αδικία. Όπως είναι κοινά παραδεκτό, η έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου των ατομικών δραστηριοτήτων και η διευρυμένη ανωνυμία των σύγχρονων μεγαλουπόλεων μπορεί να οδηγήσει στην διάπραξη παράνομων ενεργειών, χωρίς την αντίστοιχη επιβολή ποινής. Κατά αυτόν τον τρόπο ευνοείται η αποπεράτωση τρομοκρατικών ή εγκληματικών ενεργειών από άτομα ή ομάδες. Ακόμη και η ενδεχόμενη μεροληψία των δικαστών σε μία ακροαματική διαδικασία, μπορεί να οδηγήσει κάποιον σε έξαλλες αντιδράσεις. Στο τέλος της ανάλυσης αυτής τοποθετείται και η πρόσληψη εργαζομένων με βάση υποκειμενικά και όχι αντικειμενικά κριτήρια, που καθαγιάζει και το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Δεν συμφωνείτε λοιπόν ότι η εκτόνωση του ανθρώπου για όλες αυτές τις ατασθαλίες με τη μορφή βίας καθίσταται αδήριτη ανάγκη;

Η σοβαρότητα του προβλήματος πιστοποιείται από τις ποικίλες επιδράσεις του στη ζωή του ατόμου. Εμφορούμενος από το όραμα για καλύτερες βιοτικές συνθήκες, ο άνθρωπος εύκολα υποκύπτει στο φανατισμό μίας συγκεκριμένης ομάδας ευελπιστώντας να εξασφαλίσει την ασφάλειά του από τις διαθέσεις των δυνατών ή των οικονομικά εύρωστων. Όσο όμως και αν δεν το αντιλαμβάνεται, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει ορισμένες αρετές, τις χάνει ο ίδιος. Με άλλα λόγια λοξοδρομεί από την αρχική του πορεία που ήταν η ατομική του προστασία. Το περιορισμένο οπτικό πεδίο που του παρέχει η προσήλωση σ’ ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό σύστημα, υποβαθμίζει και την ίδια την ύπαρξή του, εφόσον δεν του επιτρέπει να αποφασίζει αυτόβουλα. Συγχέοντας τις ατομικές συνέπειες με τις συνθήκες διαβίωσης σε μία πόλη, ο άνθρωπος αλλοτριώνεται πνευματικά, αισθάνεται ανασφαλής και αβέβαιος. Ειδικότερα οι τρομοκρατικές ενέργειες σε συνάφεια με τον εκφοβισμό, ενισχύουν την ευρύτερη ανησυχία των μαζών.

Επιπροσθέτως, μέσα από το φανατισμό και κατά συνέπεια την καιροσκοπία ή την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων, παρατηρείται (απαρέγκλιτα) η φαλκίδευση των δημοκρατικών θεσμών.

Η άρση των ποικιλόμορφων αιτιών, μπορεί να οδηγήσει στην αντιμετώπιση του τρέχοντος προβλήματος, το οποίο ταλανίζει την κοινωνία μας. Ασφαλιστική δικλείδα για την άμβλυνση αν όχι την εξάλειψη του συγκεκριμένου φαινομένου, συνιστούν οι πάγιες τοποθετήσεις και διδαχές των Τριών Ιεραρχών, που παρά την καθημερινή τύρβη και τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας χαρακτηρίζονται από διαχρονικότητα. Πρόκειται για αδαμιαίες προσωπικότητες, μέντορες της μόρφωσης και της καλλιέργειας του πνεύματος. Η ανυστεροβουλία και τα υγιή πρότυπα συμπεριφοράς που προέτασσαν αποτέλεσαν αναμφίβολα δρομοδείκτη για τη διαμόρφωση των σημερινών ηθικών ερεθισμάτων. Η καθολική τους γνώση σε όλα τα γνωστά αντικείμενα της εποχής τους, αλλά και η φωτισμένη πειθαρχία τους, απάλλαξαν βαθμιαία τον άνθρωπο από την πνευματική νωθρότητα και την ελαστική ηθική συνείδηση. Στον αντίποδα όλων αυτών συνέβαλαν στη σφυρηλάτηση ορθού χαρακτήρα, καθώς και μύηση στις αξίες του ανθρωπισμού. Όπως κάθε πνευματικός άνθρωπος έτσι και αυτοί αποτέλεσαν οίστρους για να θυμηθούμε τον Σωκράτη, ο οποίος δεν επέτρεπε στους συμπολίτες τους να αδρανοποιούνται και να παθητικοποιούν τη σκέψη τους. Φρόντιζε να τους αφυπνίζει και να τους υπενθυμίζει ότι στην προσπάθεια μας να γίνουμε υπεράνθρωποι, ξεχνάμε ότι είμαστε άνθρωποι. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι Τρεις Ιεράρχες θεμελίωσαν την αντίληψη για προτεραιότητα του κοινωνικού συμφέροντος έναντι του ατομικού, χωρίς να αναλίσκονται σε θεωρητικές ηθικολογίες. Η τάση τους να μοιράζονται τις γνώσεις τους με ανιδιοτέλεια διαφαίνεται με τον πιο εύγλωττο τρόπο από τα αποσπάσματα των λόγων τους.

Όπως επισημαίνει ο Ιωάννης Χρυσόστομος, η εκδήλωση ενδιαφέροντος προς τον πλησίον καθίσταται ανώτερη ηθικά πράξη. Μέσα από τον εποικοδομητικό διάλογο με στυλοβάτη το σεβασμό και την αποδοχή διαφορετικών απόψεων, ο άνθρωπος με ορθά επιχειρήματα διεκδικεί ότι και αν επιζητά. Αυτό όμως προϋποθέτει την εκπαίδευσή του σε θέματα ηθικής και ανθρωπισμού. Ένας μορφωμένος άνθρωπος είναι ελεύθερος, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιεί τα όρια της ύπαρξής του. Όπως προαναγγέλλει και η ελληνική διάσταση της αναγεννησιακής σκέψης, ο σκεπτόμενος άνθρωπος με ολοκληρωμένη προσωπικότητα αντιπροσωπεύει τη στοχαστική ζωή. Διαθέτει δηλαδή ευκρισία και γονιμοποιημένη σκέψη.

Παρόμοιες λύσεις εντοπίζονται και μέσα από το κίνημα της Αναγέννησης που απέβλεπε στην αναβίωση του κλασικού ελληνικού πνεύματος, και στην ανεκτικότητα. Αυτό συνεπάγεται τη νηφαλιότητα και τη σωφροσύνη, τον αρμοδιότερο δηλαδή κριτή των δυστοκιών της καθημερινότητας. Το άτομο καλείται να συνιστά φορέα ευβουλίας και να έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει προσωπική ευθύνη για τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει, καθώς και να κρίνει αυτόβουλα τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Θεωρώ χρέος μου να τονίσω ότι ανεκτικότητα δεν σημαίνει ούτε άρση της διαφωνίας ούτε συμφωνία με ιδέες αντίθετες στα προσωπικά μας ιδανικά. Όσα προαναφέρθηκαν, θεμελιώνουν το συμπέρασμα ότι οι απόψεις των Τριών Πατέρων της εκκλησίας δεν αντιπροσωπεύουν ψήγματα παραχωρημένων μορφών ζωής, αλλά απόπειρα επαναπροσδιορισμού των χαμένων αξιών που κλονίσθηκαν συθέμελα.

Ολοκληρώνοντας την παρέμβασή μου, θα ήθελα να τονίσω για ακόμη μία φορά την οξύτητα του προαναφερόμενου προβλήματος, καθώς και να εκφράσω την ελπίδα ότι οι αρμόδιοι φορείς αλλά και όλοι μας θα επιδείξουμε τη δέουσα στάση, ώστε η κατάσταση να βελτιωθεί. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την αναδρομή στο αγλαό παρελθόν των Τριών Ιεραρχών. Η ηθική ζωή και το ενάρετο έργο τους θα μπορούσαν να αποτελέσουν ταγό που θα νουθετήσει και θα καθοδηγήσει την πορεία όλων μας».