Μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Η Αθήνα σκοτεινιάζει αλλά δεν κοιμάται. Οι δρόμοι κάτω και γύρω από την πλατεία της Ομόνοιας εδώ και δεκαετίες είναι το «γκέτο» των ναρκωτικών, της πορνείας και των αστέγων. Έχουν τους δικούς τους «κώδικες», τους δικούς τους θαμώνες και το δικό τους χρώμα…
Περπατήσαμε πρωί και βράδυ με 12 μόλις ώρες διαφορά…
Είδαμε ανθρώπους που παλεύουν για το μεροκάματο ανεβάζοντας από νωρίς τα ρολά των καταστημάτων τους. Πλανόδιους να στήνουν τους πάγκους πουλώντας μικροπράγματα για να ζήσουν αλλά και ανθρώπους που αργοπεθαίνουν ακόμη και μέρα μεσημέρι στα πεζοδρόμια. Περαστικούς να περνούν αδιαφορώντας από δίπλα τους και γυναίκες να εκδίδονται για λίγα μόλις ευρώ.
Διασχίζοντας την Αγίου Κωνσταντίνου, τη Σωκράτους, τη Μάρνη, τη Γερανίου, τη Ζήνωνος, τη Μενάνδρου και άλλες οδούς κοντά στην πλατεία της Ομόνοιας το πρωί είδαμε μαγαζιά ανοιχτά, κόσμο να πηγαινοέρχεται στις δουλειές του, αυτοκίνητα, μηχανάκια, απελπισμένους οδηγούς να πατούν κόρνα προσπαθώντας να διασχίσουν τους δρόμους.
Σε απόσταση αναπνοής όμως ανθρώπους πεσμένους στα πεζούλια κάνουν χρήση ναρκωτικών. Άστεγους ξαπλωμένους έχοντας δίπλα τους τα λιγοστά υπάρχοντα τους να περιμένουν μία χείρα βοηθείας.
Μια δυσοσμία «καρφώνεται» στα ρουθούνια. Μια δυσοσμία ίδια και το πρωί και το βράδυ. Σκουπίδια πεταμένα παντού, σάπια φρούτα και λαχανικά, αποφάγια… ακόμη και ανθρώπινες ακαθαρσίες στις εισόδους των πολυκατοικιών, στη μέση του δρόμου.
Άνθρωποι απελπισμένοι και φοβισμένοι. Άνθρωποι που μπορεί λόγω της ανέχειας να γίνουν επικίνδυνοι. Άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων που μας κοιτούν στα μάτια ζητώντας με το βλέμμα τους να τους βοηθήσουμε. Άνθρωποι που τρεκλίζουν βυθισμένοι στο σκοτάδι των παραισθήσεων. Γυναίκες που για λίγα μόνο ευρώ πουλούν το κορμί τους. Νεαροί και μεγαλύτεροι που τις πλησιάζουν κάνοντας παζάρια για να τις πάρουν μαζί τους σε κάποιο φτηνό δωμάτιο της περιοχής. Άτομα ακόμη και με σύριγγες στα χέρια. Άνθρωποι που κανείς θα έλεγε πως χαλούν την ντελικάτη αισθητική του 21ου αιώνα. Άνθρωποι που όμως υπάρχουν και είναι όντως εκεί… δίπλα μας. Άνθρωποι που είναι μέλη της κοινωνίας μας.
Μόλις λίγα μέτρα μακριά από δρόμους της πρωτεύουσας γεμάτους με ακριβά μαγαζιά όπου πολίτες περπατούν κρατώντας τα παιδιά τους από το χέρι και σακούλες γεμάτες ψώνια άλλοι βυθίζονται μέρα μεσημέρι στο σκοτάδι χωρίς να έχουν ελπίδα, χωρίς να θέλουν και ίσως χωρίς να έχουν την επιλογή να ξεφύγουν.
Εκεί που άλλοτε χτυπούσε η «καρδιά» της αριστοκρατικής αθηναϊκής πρωτεύουσας, εκεί που κομψοτεχνήματα αρχιτεκτονικής μαρτυρούν τις εποχές απόλυτης χλιδής που έζησαν οι κάτοικοι πλέον τα πάντα μυρίζουν… απελπισία.
Όλα είναι στενάχωρα είτε με το φως της μέρας είτε με το σκοτάδι της νύχτας...
Στο πεζοδρόμιο για λίγα ευρώ και οι «προστάτες» στη γωνία
Στην οδό Σωκράτους υπό το «άγρυπνο» βλέμμα της Αστυνομίας που βρίσκεται μόλις λίγα μέτρα μακριά γυναίκες εκδίδονται για 5 με 10 ευρώ ακόμη και από τις 9 το πρωί.
Σταματούν τους περαστικούς και τα διερχόμενα αυτοκίνητα θέλοντας να τους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Μερικές μάλιστα από αυτές τρέχουν αμέσως μόλις πληρωθούν να δώσουν τα χρήματα στα βαποράκια για να πάρουν τη δόση τους.
Οι «προστάτες» τους είναι και αυτοί εκεί. Στέκονται λίγο πιο πέρα διακριτικά αλλά κάνοντας γνωστή την παρουσία τους… κοιτώντας. Καραδοκούν σχεδόν δίπλα τους και περιμένουν έτοιμοι να επέμβουν σε περίπτωση που κάποιος πειράξει ή πάει να ρίξει το «εμπόρευμα» στην πληρωμή.
Η κατάσταση μόλις πέσει ο ήλιος γίνεται ακόμη χειρότερη. Τα καταστήματα κατεβάζουν ρολά και οι γυναίκες που εκδίδονται όπως επίσης και οι χρήστες αλλά και οι «έμποροι θανάτου» αυξάνονται.
Βιαστικοί ντίλερ δίνουν φιξάκια χέρι με χέρι. Τοξικοεξαρτημένοι στρίβουν τσιγάρο και αράζουν. Άλλοι σφινάρουν και τρυπιούνται για να βάλουν στον οργανισμό τους την «παραμύθα», τη «ζουζού» ή ακόμη και τη «βασίλισσα» όπως την αποκαλούν πρέζα. Άλλοι «ταξιδεύουν» ήδη στη δική τους πραγματικότητα κοιτώντας αλλά χωρίς να βλέπουν τους γύρω τους.
Θολωμένα μυαλά, θολωμένες αισθήσεις, θολωμένοι άνθρωποι που ξεχωρίζουν τους συνανθρώπους τους σε «δικούς τους» και «καθαρούς». Ψάχνονται ώστε να βρουν μία φλέβα. «Χτυπούν» στα χέρια, στα πόδια και όπου άλλου μπορούν για να ταξιδέψουν στον κόσμο που θα ήθελαν να ζουν, στον κόσμο που φαντάζονται και αποζητούν, σε έναν όμως κόσμο όμως ψεύτικο.
Όσοι περπατούν στους δρόμους κάτω και γύρω από την πλατεία της Ομόνοιας κυρίως το βράδυ προσπερνούν γρήγορα. Κοιτούν όσο πιο προσεκτικά μπορούν, σκύβουν όμως τελικά το βλέμμα τους. Κρατούν σφιχτά τα πράγματα τους με τα χέρια. Κινούνται με βήματα γοργά ώστε να βγουν στο «φως» αφήνοντας πίσω το σκοτάδι του «γκέτο». Ήμασταν και εμείς εκεί και ακόμη και αν η καρδιά μας σφίχτηκε κάναμε το ίδιο…