Το ημερολόγιο έγραφε 20 Ιανουαρίου 2018. Ο Έλληνας πιλότος Βασίλειος Βασιλείου έκανε check-in σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην κορυφή ενός λόφου στην Καμπούλ. Το Intercontinental ήταν δημοφιλές στους ξένους επισκέπτες. Γι’ αυτό και εκείνη τη μέρα ένοπλοι Ταλιμπάν εισέβαλαν, σκοτώνοντας τουλάχιστον 40 ανθρώπους.
«Χθες το βράδυ το ξενοδοχείο Intercontinental (…) έγινε στόχος επίθεσης. Η επίθεση εξαπολύθηκε από πέντε μουτζαχεντίν μας», ανέφερε ο Ζαμπιουλάχ Μουτζαχίντ, εκπρόσωπος των Ταλιμπάν σε ανακοίνωσή του που διανεμήθηκε μέσω email την επόμενη της επίθεσης 21/01/2018.
Οι στιγμές που ακολούθησαν της εισβολής ήταν απόλυτος πανικός: Οι δράστες άρχισαν να πυροβολούν στο ψαχνό τους πελάτες μέσα στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, πριν εισβάλουν σε δωμάτια για να συλλάβουν ομήρους, μερικούς από τους οποίους πυροβολούσαν επιτόπου ή αποκεφάλιζαν. Προκάλεσαν επίσης πυρκαγιά στον τέταρτο όροφο, η οποία έκαιγε για το μεγαλύτερο μέρος της νύκτας. Μερικοί από τους πελάτες κατάφεραν να διαφύγουν από το κτίριο πηδώντας από τα παράθυρα των δωματίων τους.
Οι περιγραφές του Έλληνα πιλότου για όσα διαδραματίστηκαν και πώς κατάφερε να ζήσει κόβουν την ανάσα.
Η επίθεση στο εστιατόριο και οι σφαίρες στο ψαχνό
«Είχα αποφασίσει να πάω για δείπνο νωρίς – στις έξι – με τον φίλο μου, έναν άλλο πιλότο, τον Μιχάλη Πουλικάκο. Ήταν η πρώτη φορά στους τρεις ή τέσσερις μήνες που έρχομαι στο Intercontinental που το έκανα αυτό – συνήθως έτρωγα δείπνο γύρω στις 8.30 το βράδυ. Τελειώσαμε το δείπνο γύρω στις 7.30μμ και μετά ανέβηκα στο δωμάτιό μου – δωμάτιο 522 – στον τελευταίο όροφο, για να κάνω μερικά τηλεφωνήματα. Στις 8.47μμ μιλούσα στο τηλέφωνο με την Αθήνα όταν άκουσα μια μεγάλη έκρηξη στο λόμπι»«, ανέφερε ο κ. Βασιλείου στο BBC.
«Βγήκα στο μπαλκόνι. Έβλεπα έναν άνδρα στο έδαφος γεμάτο αίματα και άκουγα πυροβολισμούς μέσα και έξω από το ξενοδοχείο. Συνειδητοποίησα πόσο τυχερός ήμουν που δεν ήμουν στο εστιατόριο εκείνη τη στιγμή και είπα στον εαυτό μου: “Εντάξει, πρέπει να κάνεις κάτι για να επιβιώσεις”.
Άφησα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή και κλείδωσα την πόρτα του δωματίου μου. Υπήρχαν δύο κρεβάτια στη σουίτα μου, οπότε πήρα ένα από τα στρώματα και το έβαλα στην πόρτα για να προστατευτώ από τις χειροβομβίδες, και στη συνέχεια μάζεψα μερικά σεντόνια, πετσέτες και ρούχα και έφτιαξα ένα σχοινί που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να ανέβω στον τέταρτο όροφο αν χρειαζόταν.
Επειδή είμαι πιλότος και εκπαιδευτής, έχω μελετήσει για χρόνια τη διαχείριση κρίσεων και τη λήψη αποφάσεων, οπότε ακόμη και αν πηγαίνω μόνο σε ένα εστιατόριο ή στο θέατρο σκέφτομαι να καθίσω δίπλα στην πόρτα ή κοντά στην έξοδο κινδύνου – είναι αυτόματο, σχεδόν δεύτερη φύση», αναφέρει ο Έλληνας πιλότος.
Όταν οι Ταλιμπάν έφτασαν έξω από την πόρτα του δωματίου του
«Έκανα το κρεβάτι και το στρώμα πάνω του να φαίνεται λίγο ακατάστατο και το άλλο -αυτό από το οποίο είχα αφαιρέσει το στρώμα- να φαίνεται τακτοποιημένο. Έσβησα το φως και αποφάσισα να κρυφτώ πίσω από τις βαριές κουρτίνες και τα έπιπλα στο σκοτάδι.
Πέρασε περίπου μιάμιση ώρα, και παρόλο που δεν το ήξερα εκείνη τη στιγμή, οι επιτιθέμενοι είχαν πλέον σκοτώσει σχεδόν τους πάντες στο λόμπι, στο εστιατόριο και στον πρώτο και δεύτερο όροφο του ξενοδοχείου. Είχαν ορμήσει από τον τρίτο και τον τέταρτο όροφο στον πέμπτο και τους άκουγα να τρέχουν στην ταράτσα πάνω από το κεφάλι μου, όπου κατάφερναν να κρατούν μακριά τα ελικόπτερα των διεθνών δυνάμεων.
Άκουσα πυροβολισμούς στον κοντινό διάδρομο και ξαφνικά κόπηκε όλο το ηλεκτρικό ρεύμα στο ξενοδοχείο», ανέφερε ο πιλότος χωρίς να ξέρει ότι αυτό το κρεβάτι θα ήταν η σωτηρία του.
«Άκουγα τις κραυγές, άκουγα τη σφαίρα, μετά γελούσαν σαν να ήταν ένα μεγάλο πάρτι»
Το πρώτο δωμάτιο στον πέμπτο όροφο στο οποίο μπήκαν οι επιτιθέμενοι ήταν το δωμάτιο 521, το διπλανό μου δωμάτιο, το οποίο έγινε το επιχειρησιακό τους κέντρο για όλη τη διάρκεια της ολονύκτιας πολιορκίας. Άκουσα τα όπλα να πυροβολούν στην πόρτα του δωματίου μου
Έπεσα στο πάτωμα και πήγα κάτω από το κρεβάτι που είχε ακόμη στρώμα για να προσπαθήσω να προστατευτώ. Κρατούσα αυτό το μονό κρεβάτι με τις γροθιές μου και τις άκρες των δαχτύλων των ποδιών μου, στηρίζοντας το βάρος του κρεβατιού.
Μπορούσα να βλέπω λίγο, επειδή το κρεβάτι ήταν υπερυψωμένο περίπου 10 εκατοστά στον αέρα. Πυροβόλησαν την κλειδαριά, χτύπησαν την πόρτα με ένα βαρύ σφυρί και στη συνέχεια τέσσερις άνδρες μπήκαν στο δωμάτιό μου. Ο ένας έτρεξε αμέσως στο μπαλκόνι γιατί είδε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή. Άκουσα πυροβολισμούς από ένα πιστόλι και σκέφτηκα ότι στα επόμενα δευτερόλεπτα θα πέθαινα πιθανότατα. Σκέφτηκα την οικογένειά μου, τα πρόσωπα των παιδιών μου και τις καλές και κακές στιγμές της ζωής μου.
Η πόρτα είχε μείνει ανοιχτή και οι οπλοφόροι μπαινόβγαιναν συνεχώς. Στη συνέχεια άρχισαν να ανοίγουν και άλλες πόρτες στον πέμπτο όροφο. Ακριβώς απέναντί μου στο διάδρομο ήταν ένας αεροσυνοδός και κάποιοι άλλοι πιλότοι με τους οποίους είχα συνεργαστεί. Μερικές φορές άκουγα τις κραυγές τους πριν εκτελεστούν. Μερικές φορές τίποτα.
Νομίζω ότι άνοιξαν όλες τις πόρτες στον πέμπτο όροφο και σκότωσαν όποιον βρήκαν. Άκουγα τις κραυγές, άκουγα τη σφαίρα και μετά έπεφταν από την επόμενη πόρτα. Κάθε φορά γελούσαν μετά, σαν να έπαιζαν ή σαν να ήταν ένα μεγάλο πάρτι ή κάτι τέτοιο.
Όταν βγήκα γύρω στις 03:00 τα ξημερώματα, συνειδητοποίησα ότι ενώ είχα κρυφτεί κάτω από το ένα από τα δύο κρεβάτια είχαν πυροβολήσει το άλλο κρεβάτι και στη συνέχεια σήκωσαν την ξύλινη βάση του για να ψάξουν για κάποιον που μπορεί να κρυβόταν εκεί.
To θαύμα της σωτηρίας και το «φάντασμα»
Ο Βασιλείου όπως ο ίδιος ανέφερε είχε να αντιμετωπίσει και το κίνδυνο της μεγάλης πυρκαγιάς που είχαν βάλει οι Ταλιμπάν στον 5ο όροφο και η οποία πλησίαζε επικίνδυνα το δωμάτιό του. Βγήκε στο μπαλκόνι αλλά οι ελεύθεροι σκοπευτές που είχαν αναπτυχθεί για να εξουδετερώσουν τους καμικάζι τον πυροβολούσαν καθώς τον πέρασαν για έναν από τους επιτιθέμενους.
Σιγά σιγά αποφάσισε να μπει ξανά στο δωμάτιο και στο μπάνιο για να πάρει κάποια απαραίτητα και ξαναμπήκε κάτω από το σωτήριο κρεβάτι. Οι καπνοί τον περικύκλωναν αλλά εκείνος κατάφερε να ανταπεξέλθει κάνοντας κάποια βασικά που είχε μάθει σε εκπαίδευση της πυροσβεστικής στο Ελευθέριος Βενιζέλος.
«Σχεδόν αμέσως μόλις μπήκα στο κρεβάτι επέστρεψαν. Ένας από τους τύπους ήρθε και κάθισε στο κρεβάτι που ήμουν μέσα. Μπορούσα να δω τα πόδια του και συνέχισε να φτύνει στο πάτωμα. Έδινε εντολές στους υπόλοιπους. Μετά πήγε στο μπάνιο και μετά βγήκε στο μπαλκόνι και πυροβόλησε μερικούς γεμιστήρες AK-47.
Νωρίς το πρωί οι διεθνείς δυνάμεις άρχισαν να πυροβολούν από ένα τανκ μέσα στα δωμάτια. Επικεντρώθηκαν στο δωμάτιο 521, το διπλανό μου, αλλά πυροβόλησαν και σε κάποια άλλα δωμάτια, επειδή οι ένοπλοι κινούνταν και πυροβολούσαν και από άλλα σημεία.
Έβαλαν μια δεύτερη φωτιά γύρω στις έξι το πρωί, ακριβώς έξω από το δωμάτιό μου. Ο καπνός δεν μύριζε όπως η συνηθισμένη μυρωδιά που μυρίζεις από φωτιές ξύλου ή χαλιών. Δεν ήταν μια καλή μυρωδιά. Ήταν η μυρωδιά των ανθρώπινων σωμάτων που καίγονταν.
Οι διεθνείς δυνάμεις που βρίσκονταν έξω έριχναν πίδακες νερού υπό πίεση στα δωμάτια για να σβήσουν τις φλόγες και αυτοί έσπαγαν τα παράθυρα. Η φωτιά έσβησε γρήγορα, αλλά τώρα ήμουν μούσκεμα με κρύο νερό σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα ή πόρτες, σε μια κρύα νύχτα της Καμπούλ, όταν η εξωτερική θερμοκρασία ήταν περίπου -3C.
Κατά τις 11.30 π.μ. φαινόταν ότι είχε απομείνει μόνο ένας ένοπλος κοντά μου – ο άνδρας στο δωμάτιο 521. Λίγο αργότερα άρχισα να ακούω άλλους θορύβους και ανθρώπους να περπατούν προς το δωμάτιό μου, αλλά δεν μπορούσα να δω αν ήταν οι κακοί ή οι καλοί. Γύρω στις 11.40 π.μ. κάποιος φώναξε: “Αστυνομία! Αστυνομία!” με αφγανική προφορά, αλλά αποφάσισα να μην βγω έξω σε περίπτωση που ήταν οι κακοί. Στη συνέχεια, μετά από 10 ή 20 δευτερόλεπτα άκουσα κάποιους ανθρώπους με αγγλική προφορά να φωνάζουν επίσης “Αστυνομία!” και χάρηκα τόσο πολύ που άρχισα να φωνάζω και να σέρνομαι από το κρεβάτι.
Ήμουν μαύρος από τον καπνό, έτσι ώστε δεν μπορούσαν να δουν το πρόσωπό μου και οι τέσσερις κομάντος φώναζαν: “Μείνετε κάτω! Μείνε κάτω!” ενώ με σημάδευαν με τα όπλα τους. Ένας από αυτούς ψιθύρισε: “Αυτό πρέπει να είναι φάντασμα!”
Είχα παγώσει αλλά κατάφερα να πω: “Είμαι ο καπετάνιος της Kam Air. Σας παρακαλώ, μην πυροβολείτε!” Ένας από αυτούς μου είπε: “Εντάξει, θα σε κατεβάσω, αλλά άκου, πρέπει να βγάλω μια φωτογραφία μαζί σου πριν φύγουμε”, και είπα ότι θα ήθελα να έχω και εγώ μια φωτογραφία για να θυμάμαι εκείνη τη στιγμή», ανέφερε ο Έλληνας πιλότος.
Για να συμπληρώσει ότι «Ήμουν ο τελευταίος που βγήκε από το ξενοδοχείο. Πήγαν όλους τους επιζώντες στη βρετανική βάση στην Καμπούλ. Μόλις είδα τον συνάδελφό μου Michael εκεί ήμουν τόσο χαρούμενος, που δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχαμε χάσει τόσους πολλούς φίλους – τόσους πολλούς ανθρώπους με τους οποίους δουλεύαμε μαζί.
Το Υπουργείο Εξωτερικών είχε πει στην οικογένειά μου ότι είχαν εκκενώσει όλους τους επιζώντες από το ξενοδοχείο, αλλά ότι δεν είχαν βρει εμένα, οπότε η οικογένειά μου πίστευε ότι δεν τα κατάφερα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε την ευτυχία τους όταν τρεις ή τέσσερις ώρες αργότερα τους τηλεφώνησα και τους είπα ότι ήμουν καλά».