Νύχτα της 7ης προς την 8η Δεκεμβρίου 1966. Ξημέρωμα Τετάρτης προς Πέμπτη. Το ναυάγιο του πλοίου «Ηράκλειον» που εκτελούσε τη γραμμή Χανιά-Πειραιάς, συγκλόνισε την Ελλάδα.
Είναι μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στις ελληνικές θάλασσες. Εκείνη τη νύχτα το πλοίο ναυάγησε κοντά στη Φαλκονέρα, παίρνοντας μαζί του εκατοντάδες ψυχές.
Το πλοίο «Ηράκλειον» της εταιρείας Τυπάλδου ταξίδευε με σχεδόν 9 μποφόρ κάνοντας το ταξίδι Χανιά – Πειραιάς. Από τα 73 μέλη του πληρώματος και τους 191 επιβάτες σώθηκαν μόνο 46, (16 από το πλήρωμα και 30 επιβάτες). Οι υπόλοιποι 217 πνίγηκαν.
Ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος, αν και ήταν ο πρώτος που έπεσε στην θάλασσα φέροντας σωσίβιο, όπως είπαν οι διασωθέντες αξιωματικοί, ποτέ δεν βρέθηκε ο ίδιος ή το πτώμα του.
Το πλοίο, όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ του candianews.gr, είχε αποπλεύσει με καθυστέρηση 2 ωρών λόγω της κακοκαιρίας. Την τελευταία στιγμή ένα φορτηγό ψυγείο 5 τόνων με πορτοκάλια είχε καταφτάσει για να μετακινηθεί στον Πειραιά. Αυτό ήταν και το μοιραίο στοιχείο του ταξιδιού. Το όχημα πιθανότατα δεν έδεσε σωστά στο αμπάρι, με συνέπεια να μετακινείται κατά το ταξίδι. Από τον πλευρικό καταπέλτη που υποχώρησε από χτύπημα του οχήματος, το φορτηγό ψυγείο έπεσε στη θάλασσα, η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο το χώρο των οχημάτων. Μετά από λίγα λεπτά άρχισε να παίρνει κλίση, λόγω των υδάτων, μέχρι που βυθίστηκε.
Το ναυάγιο του «Ηράκλειον» ήταν η αφορμή να προχωρήσουν οι διαδικασίες για την ίδρυση των ναυτιλιακών εταιρειών λαϊκής βάσης στην Κρήτη.
Η μαρτυρία του ναυτικού
Ο Ηρακλειώτης Μιχάλης Ναλετάκης μέχρι λίγους μήνες πριν το ναυάγιο εργαζόταν στο “Ηράκλειον”.
Την εποχή του δράματος υπηρετούσε τη θητεία του ως ναύτης στη Σούδα. Την ίδια βραδιά είχε όμως βρεθεί στο λιμάνι, καθώς έφευγε με μετάθεση για την Σαλαμίνα. Βοήθησε το πλήρωμα, τους συναδέλφους του, στον απόπλου. Εκείνος έλυσε τους κάβους της πλώρης για να φύγει το σκάφος και την επομένη αναχώρησε αεροπορικώς από το Ηράκλειο για την Αθήνα, προκειμένου να πάει στη νέα του μονάδα. Μόλις έφτασε πήγε στο σπίτι του λοστρόμου Θεόδωρου Μαγιάφη, που διασώθηκε.
Κι εκείνος του αφηγήθηκε αναλυτικά όλο το δράμα, το οποίο ο κ. Ναλετάκης περιγράφει στο κείμενο που ακολουθεί.
«Το μοιραίο απόγευμα –και ενώ το πλοίο ήταν σχεδόν λυμένο και στηριζόταν μόνο στο λεγόμενο spring- ένα καθυστερημένο φορτηγό ανάγκασε τον πλοίαρχο να φέρει το πλοίο πίσω στην αποβάθρα και να το πάρει. Στη συνέχεια, λύθηκαν πάλι οι κάβοι και το πλοίο ετοιμάστηκε να μανουβράρει για τον απόπλου, αλλά η μοίρα είχε ετοιμάσει αλλά. Ένα λευκό ψυγείο φορτωμένο πορτοκάλια – το μοιραίο όχημα που ήταν εν μέρει, η αίτια του ναυαγίου – φάνηκε στη στροφή, επίσης με αναμμένα φώτα και κορνάροντας.
Ο πλοίαρχος, επειδή δεν ήθελε ν’ αφήσει όχημα απ’ έξω και να δυσαρεστήσει πελάτη, αναγκάστηκε, εκ των πραγμάτων, να μανουβράρει ξανά, για την παραλαβή του καθυστερημένου ψυγείου, ενώ ο λοστρόμος κοιτάζοντας με φώναξε “Κρητικέ δε μας βλέπω να φεύγουμε απόψε”.
(…) Το πλοίο βυθίστηκε στις τρεις παρά τέταρτο περίπου, σε λιγότερο από σαράντα με πενήντα λεπτά της ώρας. Από τις διηγήσεις διασωθέντων φάνηκε ξεκάθαρα ότι ο λοστρόμος εγκατέλειψε το πλοίο από τους τελευταίους και μάλιστα τραυματίστηκε όταν, στην προσπάθειά του να βουτήξει και λόγω της κλίσης που είχε πάρει το καράβι- τρίφτηκε στα πλευρά του πλοίου, όπου οι πεταλίδες που είχαν προσκολληθεί εκεί του προκάλεσαν εκδορές.