Τα αίτια του αντισημιτισμού, οι μορφές εμφάνισής του στη σύγχρονη Ελλάδα αλλά και δυνατότητες αντιμετώπισής του αποτέλεσαν θέμα συνεδρίου που διοργανώθηκε στις 7 και 8 Ιουλίου στο Βερολίνο.
Μια πρόσφατη έρευνα δίνει μάλλον την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι αντισημιτική χώρα, σύμφωνα με τη Deutsche Welle. Το 69% των ερωτηθέντων ενστερνίζεται αντισημιτικές απόψεις. Πρόκειται για ένα ποσοστό που είναι συγκρίσιμο με αυτό της Σαουδικής Αραβίας, μεγαλύτερο σε σχέση με το Ιράν (56%) και σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με τη δεύτερη πιο αντισημιτική χώρα της Ευρώπης, τη Γαλλία (37%). Όπως όμως διαπιστώνει το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο στην Ελλάδα, παρά τα υψηλά επίπεδα του αντισημιτισμού, τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν έχει καταγραφεί κανένα επεισόδιο αντισημιτικής βίας.
Το παράδειγμα καταδεικνύει, αν μη τι άλλο, πόσο δύσκολο είναι να προσεγγίσει κανείς το φαινόμενο του αντισημιτισμού στην Ελλάδα. Το θέμα απασχόλησε αρχές τις εβδομάδας (7 και 8 Ιουλίου) διεθνές συνέδριο στη γερμανική πρωτεύουσα, το οποίο διοργάνωσαν το Κέντρο για την Έρευνα του Αντισημιτισμού του Πολυτεχνείου Βερολίνου, το Κέντρο Νέου Ελληνισμού του Ελεύθερου Πανεπιστημίου και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Η πηγή του αντισημιτισμού
Όπως εξήγησε η καθηγήτρια στο Τμήμα Εβραϊκής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Χάιφας, Μίνα Ρόζεν, ο ελληνικός αντισημιτισμός έχει τις ίδιες ρίζες με κάθε άλλον αντισημιτισμό. Πηγάζει από τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και συγκεκριμένα την παμπάλαια κατηγορία ότι οι Εβραίοι ευθύνονται για τη θανάτωση του Χριστού. “Και αυτό συνεχίζεται ακατάπαυστα. Κάποτε ο αντισημιτισμός παίρνει μια εθνικιστική μορφή, την άλλη πάλι μια οικονομική. Η βάση όμως είναι τα θεμελιώδη πιστεύω και οι παραδόσεις των ανθρώπων. Αν τους λέγεται ξανά και ξανά ότι οι Εβραίοι σκότωσαν τον Χριστό, δηλαδή τον Κύριό τους, τότε τι άλλο μπορείς να περιμένεις με κάτι τέτοια;”
Αυτός ο αντιεβραϊσμός των χριστιανικών θρησκειών αποτελεί το “υπόβαθρο” του αντισημιτισμού στις χριστιανικές κοινωνίες. Στη δυτική και κεντρική Ευρώπη εμφανίστηκε με την παρουσία των εθνικών κρατών από τις αρχές του 19ου αιώνα. Από τότε ο θρησκευτικός αντιεβραϊσμός με τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπά του “τροφοδοτεί” κατά κάποιο τρόπο μοντέρνες ιδεολογίες, όπως είναι ο εθνικισμός ή και ο ρατσισμός. Όπως σημειώνει ο Γιώργος Αντωνίου, ακαδημαϊκός βοηθός του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη: “Όλα τα σύγχρονα κράτη, τουλάχιστον τα περισσότερα, έχουν δομηθεί στην έννοια του κοινού έθνους. Αν λοιπόν κάποιος διαφέρει, είτε γλωσσικά, είτε θρησκευτικά, είτε εθνοτικά, σημαίνει ότι είναι ύποπτος – δεν ανήκει στο ίδιο έθνος.”
Όπως προέκυψε από τις διαλέξεις του συνεδρίου, ουδέποτε οι Έλληνες Εβραίοι αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής αφήγησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η βιβλιογραφία για την περίοδο της δεκαετίας του 1940. Από τους περίπου 2.000 τίτλους βιβλίων, μόνον ελάχιστοι ασχολούνται με την τύχη τους, δηλαδή με την σχεδόν εξ ολοκλήρου εξόντωσής τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Πολωνία.
Αντιμετώπιση του αντισημιτισμού
Όπως κατέδειξε στη διάλεξή της η Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου, διευθύντρια του παραρτήματος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU) στο Βερολίνο, ο αντισημιτισμός, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, στη δεκαετία του 40′ και μετά είχε και οικονομικά κίνητρα: το σφετερισμό της κινητής και ακίνητης περιουσίας των 56.000 Εβραίων από ορθόδοξους συμπολίτες τους. Εξάλλου οι ίδιες οι ελληνικές αρχές είχαν συμμετάσχει στην καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου. “Για αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για αυτά τα εγκλήματα, διότι περί αυτού πρόκειται, η παρουσία των Εβραίων συνιστούσε μια ζωντανή κατηγορία, ήταν σαν τους έλεγε κάποιος, ήσουν δωσίλογος. Και για αυτό το λόγο οι επιζήσαντες Εβραίοι δεν ήταν καλοδεχούμενοι.”
Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τη σιωπή στην ελληνική κοινή γνώμη όσον αφορά το Ολοκαύτωμα.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, δηλαδή της μη δημόσιας πραγμάτευσης, είναι το γεγονός ότι μέχρι σήμερα η άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν αποτελεί αυτοτελές ποινικό αδίκημα. Μια κατευθυντήρια γραμμή της ΕΕ που προβλέπει ακριβώς αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει νόμος του κράτους ήδη το 2010. Ο Νίκος Ζάϊκος, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, για τους λόγους αυτής της καθυστέρησης: «Το σχέδιο της νέας νομοθεσίας σκοντάφτει σε πολλές διαφωνίες σχετικά με το πως θα αντιμετωπισθεί το ολοκαύτωμα σε σύγκριση με άλλα μαζικά εγκλήματα της ιστορίας. Για παράδειγμα, αν θα αντιμετωπιστεί η ποντιακή γενοκτονία με έναν τρόπο ανάλογο με αυτόν που θα αντιμετωπισθεί το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης.»
Αντισημιτισμός και «θυματοποίηση»
Όσον αφορά τη δημοσκόπηση που θέλει το 69% των Ελλήνων να διακατέχεται από αντισημιτικές αντιλήψεις, οι επιστημονικοί συνεργάτες του πανεπιστημίου της Οξφόρδης Ηλίας Ντίνας και Σπύρος Κοσμίδης παρουσίασαν στο Βερολίνο δική τους έρευνα, στην οποία επιβεβαιώνουν μεν το υψηλό ποσοστό, ωστόσο καταλήγουν παράλληλα και σε ορισμένα άλλα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Το ένα είναι ότι ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα σχετίζεται κατά πολύ με τη θυματοποίηση, το αίσθημα δηλαδή ότι οι Έλληνες ως έθνος αδικούνται, ότι δεν εισπράττουν την αναγνώριση που τους αξίζει από την παγκόσμια ιστορία. Η θυματοποίηση οδηγεί με τη σειρά της σε θεωρίες συνωμοσίας. Μέρος αυτών των θεωριών συνωμοσίας είναι και ο αντισημιτισμός. Αυτό το αποτέλεσμα της έρευνας είναι ένα «καλό νέο», εκτιμά ο Σπύρος Κοσμίδης και εξηγεί γιατί:
«Επειδή είναι κομμάτι αυτών των θεωριών της συνωμοσίας είναι και ευμετάβλητο. Αν μπορούσαμε να αλλάξουμε αυτό το εθνικό συναίσθημα αποστέρησης, ότι δηλαδή η ιστορία δεν μας έχει δώσει αυτά που μας αξίζουν, θα είχαμε λιγότερο αντισημιτισμό.»
Για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας προσέγγισης θα μπορούσε να παραθέσει κανείς τον γάλλο φιλόσοφο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο οποίος το 1944 έγραφε ότι ο αντισημιτισμός δεν είναι απλά μια εβραϊκή υπόθεση, αλλά ευρύτερα θέμα ουσίας για μια δημοκρατία.