Αυτές τις μέρες χρειαζόμαστε λίγο φως ακόμα στη ζωή μας. Με την ολοκλήρωση και της δεύτερης φάσης του φωτισμού από το ΥΠΠΟΑ με δωρεά και υλοποίηση από το Ίδρυμα Ωνάση και σχεδιασμό από την Ελευθερία Ντεκώ, γινόμαστε μάρτυρες της συνομιλίας των μνημείων της Αθήνας που μας διηγούνται την ιστορική τους διαδρομή. Μια διήγηση αιώνων μέσα από το φως.
Ο ναός του Ηφαίστου στην Αρχαία Αγορά των Αθηνών και το μνημείο του Φιλοπάππου, δύο σημαντικά τοπόσημα της πόλης που «συνομιλούν» με τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, εκπέμπουν φως αναγέννησης και ανανέωσης, στέλνοντας ένα μήνυμα ελπίδας για το αύριο.
Τα δύο μνημεία φωτίζονται με την ίδια φιλοσοφία και τεχνολογία που υλοποιήθηκε στα μνημεία της Ακρόπολης, ώστε να υπάρχει κοινό λεξιλόγιο στη θέασή τους από κάθε σημείο της πόλης, δίνοντας νέα πνοή στο αστικό τοπίο της Αθήνας. Η νέα μελέτη, εκτός από τις αισθητικές παρεμβάσεις, επικεντρώθηκε στην αναβάθμιση των υφιστάμενων τεχνικών υποδομών, με τον εκσυγχρονισμό της ηλεκτρολογικής/φωτιστικής εγκατάστασης και του συστήματος αυτοματισμού και ελέγχου των φωτιστικών σωμάτων, διασφαλίζοντας εξοικονόμηση ενέργειας, ελάχιστο κόστος συντήρησης και αποφυγή φωτορύπανσης.
Το φωτιστικό αποτέλεσμα δημιουργεί την αίσθηση μιας ενιαίας σύνθεσης στο σύνολο των μνημείων, χωρίς το ένα να ανταγωνίζεται φωτιστικά το άλλο.
H Αθήνα βρίσκεται στον πυρήνα της ύπαρξης του Ιδρύματος Ωνάση, το οποίο έχει διαχρονικά τοποθετήσει στο κέντρο της δράσης του την πόλη και την ενεργοποίηση του δημόσιου χώρου. Γι’ αυτό και ανταποκρίθηκε άμεσα στην πρόσκληση της Πολιτείας να συνδράμει στον ανασχεδιασμό του φωτισμού της Ακρόπολης και των άλλων μνημείων.
Με τον νέο φωτισμό η Πολιτεία προσφέρει στους κατοίκους και στους επισκέπτες της Αθήνας, αλλά και σε όλο τον πλανήτη, μια αναβαθμισμένη εικόνα του Ιερού Βράχου, της Αρχαίας Αγοράς και του λόφου του Φιλοπάππου, για να περιηγηθούμε και να ξαναγνωρίσουμε την πόλη μας, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Ποια είναι όμως η ιστορία του Μνημείου Φιλοπάππου και του Ναού του Ηφαίστου στην Αρχαία Αγορά στο Θησείο;
Μνημείο Φιλοπάππου
Το ταφικό μνημείο του Γάιου Ιουλίου Αντιόχου Φιλoπάππου χρονολογείται στο 114 -116 μ.Χ. και ανεγέρθηκε από τους Αθηναίους προς τιμήν του ευεργέτη της πόλης. Ο εξόριστος ηγεμόνας της Κομμαγηνής (Συρίας) εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά το 72 μ.Χ., όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την πατρίδα του, και ανέλαβε δημόσια και θρησκευτικά αξιώματα. Τιμήθηκε με τον τίτλο του Ύπατου και του Aθηναίου πολίτη, ενώ του παραχωρήθηκε το δικαίωμα να υψώσει το ταφικό του μνημείο στην κορυφή του λόφου των Μουσών. Το κτίσμα -από λευκό πεντελικό μάρμαρο-, ύψους περίπου 12 μέτρων, περιλάμβανε τον ταφικό θάλαμο και σωζόταν μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα.
Όταν ο περιηγητής Κυριακός εξ Αγκώνος, για παράδειγμα, επισκέφθηκε το χώρο το 1436, έγραψε στα απομνημονεύματά του πως ήταν σε άριστη κατάσταση. Η καταστροφή του πρέπει να συνέβη σε μεταγενέστερο χρόνο, ενώ σήμερα παραμένουν μόνο τα δύο τρίτα της πρόσοψής του. Οι τρεις επιγραφές που είναι χαραγμένες κάτω από τα αγάλματα δίνουν τα ονόματα των απεικονιζόμενων προσώπων. Η κεντρική μορφή ήταν ο Φιλόπαππος, γιος του Επιφάνους, αριστερά ο παππούς του Αντίοχος Δ’ και δεξιά ο βασιλιάς Σέλευκος Νικάτωρ, ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών.
Ανασκαφές στην περιοχή του μνημείου πραγματοποιήθηκαν το 1898 και τον επόμενο χρόνο έγιναν εργασίες συντήρησης. Το 1940 πραγματοποιήθηκε συμπληρωματική διερευνητική ανασκαφή από τους Η. Α. Thompson και Ιωάννη Τραυλό. Σύμφωνα με νεότερες έρευνες διαπιστώθηκε ότι αρχιτεκτονικά μέλη από την ανωδομή του μνημείου χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του Μιναρέ στον Παρθενώνα, κατά την Τουρκοκρατία.
Ναός του Ηφαίστου (Θησείο)
Πρόκειται για έναν από τους καλύτερα διατηρημένους ναούς του ελλαδικού χώρου, γεγονός που οφείλεται εν μέρει στη μετατροπή του σε χριστιανική εκκλησία. Ήταν αφιερωμένος στον Ήφαιστο, προστάτη των μεταλλουργών, αλλά και την Αθηνά Εργάνη, προστάτρια των κεραμέων και της οικοτεχνίας. Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που οριοθετεί την αρχαία Αγορά στη δυτική πλευρά.
Την ταύτιση του ναού ως «Ηφαιστείο» επιβεβαίωσε η ανασκαφική έρευνα με την αποκάλυψη εργαστηρίων μεταλλουργίας στην ευρύτερη περιοχή. Επισκιάστηκαν έτσι παλαιότερες απόψεις, που αναγνώριζαν ως λατρευόμενο ήρωα τον Θησέα, καθώς ορισμένες μετόπες των μακρών πλευρών κοσμούνταν με τους άθλους του (από εδώ και η ονομασία «Θησείο», που έμεινε ως τις ημέρες μας). Η οικοδόμησή του τοποθετείται ανάμεσα στα έτη 460-420 π.Χ., χωρίς να είναι γνωστός ο αρχιτέκτονας.
Τον 7ο αι. μ.Χ. μετατράπηκε σε εκκλησία, μονόκλιτη βασιλική, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, και λειτούργησε έτσι έως την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Οθωμανούς. Το 1660 κινδύνευσε να κατεδαφιστεί ή να μετατραπεί σε τζαμί, γεγονός που αποφεύχθηκε με ειδικό φιρμάνι. Μέχρι το 1834 ο χώρος λειτούργησε ως κοιμητήριο επιφανών προτεσταντών, κυρίως περιηγητών, όπως του αρχαιολόγου φιλέλληνα Τζων Τουέντελ (1769 – 1799).
Εκείνη τη χρονιά φιλοξένησε τον εορτασμό σημαντικών γεγονότων, όπως την απόφαση ορισμού της Αθήνας ως πρωτεύουσας (Σεπτέμβριος) και την τελετή υποδοχής του βασιλιά Όθωνα (1η Δεκεμβρίου). Έκτοτε ο ναός λειτούργησε ως μουσείο, μέχρι την έναρξη των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής στην Αρχαία Αγορά, το 1930, και τη μεταφορά των εκθεμάτων στο κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου της οδού Πατησίων.