Τεύχη «παρά πέντε», δισκάκια των 78 στροφών, παλιά γραμμόφωνα, μεταλλικά κουτιά από θρυλικές βιομηχανίες της Ελλάδας του χθες, κιτρινισμένες αφίσες, ξεκούρδιστα βιολιά, σκονισμένοι πίνακες, ένδοξες δραχμές, δίσκοι βινυλίου, τζουκ μποξ, μηχανές κινηματογράφου, είναι μόνο μερικά από τα πράγματα που συναντά κανείς περιδιαβαίνοντας την πλατεία στην οποία ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει…
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Ο λόγος για τα παλιατζίδικα της πλατείας Αβησσυνίας και των γύρω δρόμων, στο Μοναστηράκι. Παλαιοπώλες, τουρίστες, συλλέκτες, πλανόδιοι μικροπωλητές, φιλοπερίεργοι περαστικοί συνθέτουν την πολυπολιτισμικότητα της μιας εκ των μεγαλυτέρων δευτερογενών αγορών της πόλης. Το newsbeast.gr επισκέφτηκε το «παζάρι των αναμνήσεων» αναζητώντας τα μυστικά της τέχνης του παλαιοπώλη.
Το παλιατζίδικο του κ. Γιάννη, στην οδό Ηφαίστου, την αρχή της διαδρομής για τον λαβύρινθο του χθες, είναι στο όνομά του από το 1989. Ο πατέρας του, που διατηρούσε το μαγαζί πριν από εκείνον, ήταν που του μεταλαμπάδευσε την αγάπη για το παλιό. «Κάθε αντικείμενο που είναι προς πώληση έχει μια δική του ιστορία γραμμένη στις ρωγμές και στη φθορά που του έχει προκαλέσει ο χρόνος. Όσες περισσότερες είναι οι ρωγμές τόσα περισσότερα έχει να σου διηγηθεί» μας λέει, ενώ μας δείχνει ένα αρκετά παλιό γραμμόφωνο. «Αυτό το γραμμόφωνο κοστίζει 3.000 ευρώ, είναι όμως από τα λίγα που έχουν το συγκεκριμένο ηχείο, και λειτουργεί κανονικά, το έχουμε επισκευάσει Άντε με το παζάρι να πέσει ένα πεντακοσάρικο…».
Το παλαιοπωλείο, ή αλλιώς παλιατζίδικο, δεν είναι ένας χώρος που φιλοξενεί και μεταπωλεί «παλιατζούρες» σε χαμηλές τιμές όπως φαντάζονται πολλοί. Αντικείμενα άλλα μικρής άλλα μεγαλύτερης αξίας με μακρά ιστορία, αφού επισκευαστούν, στοιβάζονται στους πάγκους με σκοπό να βρουν τον επόμενο ιδιοκτήτη. Το εύρος των τιμών πώλησης παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις. Μικροαντικείμενα που ξεκινούν από 5 ευρώ μέχρι και έργα τέχνης ή αντίκες που φτάνουν τις 10.000 ευρώ συνυπάρχουν στην αγορά του «Δημοπρατηρίου».
Οι παλαιοπώλες προμηθεύονται τα αντικείμενα που στοιβάζουν στα περιορισμένων τετραγωνικών καταστήματά τους, από γυρολόγους αλλά και από ιδιώτες. Αυτός είναι κι ο λόγος που το συγκεκριμένο επάγγελμα είναι συνώνυμο της κρίσης αλλά με διαφορετική έννοια από αυτή που εικάζει ο καθένας.
«Εμείς την κρίση την έχουμε ζήσει από μέσα. Και δεν εννοώ ότι έχει μειωθεί η πελατεία, αυτό το αντιμετωπίζουν όλοι οι επιχειρηματίες τα τελευταία χρόνια. Οι τρόποι που προμηθευόμαστε τα αντικείμενα είναι τρεις. Είτε ο κληρονόμος ενός σπιτιού δεν επιθυμεί να διατηρήσει τα έπιπλα του κληροδοτήματος, οπότε έρχεται και μας τα πουλάει, είτε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού λόγω οικονομικής κρίσης αναγκάζεται να μετακομίσει σε μικρότερο κι έτσι ότι δεν μπορεί να πάρει μαζί του το δίνει σε εμάς, είτε πάλι χάνει τη δουλειά του, χρωστάει ενοίκια, και τη στιγμή της έξωσης πουλάει όλο του το βιος σε εμάς κρατώντας μονάχα καμιά κουβέρτα για να στρώνει στο πεζοδρόμιο που θα κοιμάται… Τα τελευταία χρόνια συναντώ και τέτοιες περιπτώσεις. Μπαίνοντας στο σπίτι να φορτώσουμε ζούμε αναγκαστικά το δράμα από μέσα. Δεν είναι λίγες οι φορές που κυρίες κλαίνε γιατί αποχωρίζονται κάποιο οικογενειακό κειμήλιο αγαπημένου εκλιπόντα συγγενή» λέει ο κ. Τάσος ιδιοκτήτης παλιατζίδικου στην πλατεία Αβησσυνίας. «Άλλες πάλι φορές πετυχαίνουμε καυγάδες για το ποιος φταίει για την κατάντια της οικογένειας… Και είναι κι εκείνες οι φορές που βρισκόμαστε στη δύσκολη θέση να παρηγορούμε τον πωλητή. Μια φορά θυμάμαι μου πήρε μια ώρα να ηρεμήσω μια κυρία που έκλαιγε επειδή πουλούσε έναν πίνακα της νονάς της. Μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία της οικογένειάς της βρίζοντας ταυτόχρονα τον άχρηστο σύζυγό της. Άστα μην τα ψάχνεις» συμπληρώνει μειδιώντας.
Το επάγγελμα του παλαιοπώλη έχει πληγεί εξίσου από την γενικότερη ύφεση που βιώνει η χώρα, παρόλα αυτά όχι στο βαθμό άλλων, χάρη στην ιδιαίτερη φύση του. Η καλύτερη τιμή του προϊόντος από δεύτερο χέρι, θεωρείται από πολλούς λύση μέσα στην κρίση. «Αρκετά νέα ζευγάρια, ή φοιτητές από την επαρχία έρχονται εδώ με σκοπό να εξοπλίσουν το σπίτι τους οικονομικότερα. Παλαιότερα οι πελάτες ήταν λάτρεις την αντίκας. Στη δεκαετία του ’90 η αντίκα βλέπεις ήταν μόδα που ταίριαζε γάντι με τον νεοπλουτισμό πολλών. Προσπαθούσαν να ενισχύσουν το κύρος τους αγοράζοντας ένα αντικείμενο αξίας προηγούμενων δεκαετιών. Αντίθετα όσοι σήμερα φτάνουν στην αγορά έρχονται περισσότερο για τις καλύτερες τιμές παρά για την αξία του παλιού αντικειμένου» αναφέρει ο κ. Γιάννης.
Τα «παλιατζίδικα» τα συναντά κανείς γύρω από την πλατεία, καθώς και στα στενά Νορμανού και Άστιγγος. Στο κέντρο της πλατείας υπαίθριοι πάγκοι φιλοξενούν κυρίως μικροαντικείμενα όπως φωτογραφίες, ευχετήριες κάρτες με τα προσωπικά μηνύματα των αποστολέων, μεταλλικά κουτιά, βιβλία, περιοδικά και ασημικά. Στη Νορμανού τα παλιά νομίσματα, οι εφημερίδες της εποχής του «Βασιλέως», οι παλιές αμερικάνικες βαλίτσες που χρησιμοποιούνταν κυρίως για υπερπόντια μεταναστευτικά ταξίδια, τα φωτιστικά και οι ξεθωριασμένοι καθρέφτες, είναι συνηθέστερα. Στην Άστιγγος ως επί το πλείστον βρίσκεις παλαιοβιβλιοπωλεία ενώ στα πέριξ της πλατείας μαγαζιά, συναντά κανείς τα πάντα, από παλιές μηχανές ραπτικής, έπιπλα, σερβίτσια, δίσκους, γραμμόφωνα, μέχρι φωτογραφίες ομάδων προηγούμενων δεκαετιών.
Πολύχρωμες και ογκώδεις αντλίες βενζίνης είναι ένα από τα πιο ακριβά και αξιπερίεργα αντικείμενα που συναντήσαμε να πωλούνται. Οι παλαιοπώλες μας ενημερώνουν πως τα «pop-vintage» αντικείμενα χαίρουν ιδιαίτερης προτίμησης στις μέρες μας, κατατασσόμενα στις υψηλές θέσεις των διακοσμητικών τάσεων, μιας και στην σταθερή πελατεία των παλιατζίδικων ανήκουν, εκτός από τους ευκαιριακούς αγοραστές και τους τουρίστες, και οι συλλέκτες.
Οι τουρίστες περνούν πάντα από την πλατεία και το δημοπρατήριο, αλλά σπάνια αγοράζουν, μιας και τα αναμνηστικά που πωλούνται στους λοιπούς δρόμους της υπαίθριας αγοράς στο Μοναστηράκι, καλύπτουν περισσότερο τις προτιμήσεις τους.
Αντίθετα οι συλλέκτες, παρουσιάζουν άλλα χαρακτηριστικά, «η αγάπη για το παρελθόν είναι γραμμένη στο DNA τους». Είναι εκείνοι που αποτελούν την σταθερή πελατεία των παλιατζίδικων και παρουσιάζονται τις περισσότερες φορές πιστοί στο αντικείμενο που συλλέγουν χωρίς να αναζητούν οποιοδήποτε άλλο. Άλλος γραμματόσημα, άλλος νομίσματα, άλλος βινύλια, άλλος δισκάκια των 78 στροφών, περνούν σίγουρα μια φορά το δεκαπενθήμερο ψάχνοντας στην καινούργια «πραμάτεια» να εντοπίσουν αυτό που τους λείπει. Με τον παλαιοπώλη διατηρούν περισσότερο φιλικές παρά εμπορικές σχέσεις αφού τους συνδέει η ίδια αγάπη για το ετεροχρονισμένο.
«Υπάρχει περίπτωση να ψάχνουν κάτι συγκεκριμένο που τους λείπει για πολύ καιρό… έρχονται σε εμάς αναθέτοντάς μας να το βρούμε» μας ενημερώνει ο κ. Σπύρος που στο μαγαζί του συναντά κανείς νομίσματα, αφίσες και εφημερίδες άλλης εποχής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μάλιστα, το αντικείμενο αλλά και η αναζήτηση πληρώνεται αδρά.
«Με τους συλλέκτες συνεννοούμαστε καλύτερα αφού μοιραζόμαστε την ίδια λόξα. Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτό το πόμολο, που χρονολογείται στον προηγούμενο αιώνα. Για σένα μπορεί να μην σημαίνει τίποτα. Σκέψου όμως πόσα χέρια το έχουν ακουμπήσει, άλλα ιδρωμένα, άλλα τολμηρά, άλλα διστακτικά, άλλα ροζιασμένα από τον κόπο μιας ζωής… Κάθε τι κρύβει το μυστήριο των χρόνων που κουβαλά στην πλάτη του…» αναφέρει ο κ. Τάσος.
Αυτό ακριβώς είναι και το μυστικό της επιτυχίας του παλαιοπώλη. «Η επιτυχία στο συγκεκριμένο επάγγελμα απαιτεί πάνω από όλα αγάπη για το παλιό και την ιστορία που κάθε φορά το συνοδεύει, απαιτεί να σε διακατέχει ανυπέρβλητη επιθυμία για το ταξίδι πίσω στο χρόνο. Άλλωστε πιο εύκολα αγοράζει κάποιος ένα αντικείμενο αν του διηγηθείς την καταγωγή του, την ιστορία του, πράγματα μέσα από τα οποία προκύπτει ένας δεσμός συναισθηματικός. Γι’ αυτό το λόγο κάθε πώληση για εμάς είναι και ένας αποχωρισμός…» συμπληρώνει ο κ. Γιάννης και ξανακάθεται στην ψάθινη καρέκλα του να πιεί τον ελληνικό του και να συνεχίσει το σταυρόλεξο που έκοψε στη μέση «Μπερμπάντης Θεός, τέσσερα γράμματα;» μονολογεί χαμογελώντας…