Από δαφνοστεφανωμένοι ήρωες στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας κατέληξαν να κυκλοφορούν με το στίγμα του συνεργάτη των Γερμανών. Ο λόγος για δύο αμφιλεγόμενους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού που τις κρίσιμες εκείνες ημέρες της έναρξης του πολέμου αναμφισβήτητα έβαλαν την πατρίδα πάνω από τη ζωή τους, αψηφώντας ακόμη και τις εντολές των ανωτέρων τους προκειμένου να προβάλουν σθεναρή αντίσταση στην ιταλική προέλαση.
Ωστόσο λίγους μήνες αργότερα, κι αφού το μέτωπο είχε καταρρεύσει, έφθασαν στο σημείο να συνεργαστούν με τον Γερμανό κατακτητή. Οι προθέσεις του αντιστράτηγου Γεώργιου Τσολάκογλου και του ομόβαθμού του διοικητή της ξακουστής 8ης Μεραρχίας, Χαράλαμπο Κατσιμήτρο παραμένουν αμφιλεγόμενες.
Ο πρώτος είναι μέχρι και σήμερα ταυτισμένος με την προδοσία. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει σε κοινοβουλευτικές συζητήσεις ή σε τηλεοπτικά πάνελ να χρησιμοποιείται από πολιτικούς ο χαρακτηριστικός «είστε Τσολάκογλου» προκειμένου να κατηγορήσουν τους αντιπάλους τους για εθνική μειοδοσία; Στα χρόνια μάλιστα των μνημονίων το συγκεκριμένο επώνυμο ακούστηκε ουκ ολίγες φορές από την αντιπολίτευση προς τους εκάστοτε κυβερνώντες στο πλαίσιο των κατηγοριών ότι συνεργάζονται με την γερμανική καγκελαρία και την τρόικα προκειμένου να ισοπεδώσουν οικονομικά, και όχι μόνο, τον ελληνικό λαό. Ο Κατσιμήτρος από την άλλη πλευρά είναι ξεχασμένος στις μέρες μας από το ευρύ κοινό, παρά το γεγονός ότι η Πολιτεία εν πολλοίς αποκατέστησε ακολούθως την τιμή του. Πάμε να δούμε την κάθε περίπτωση ξεχωριστά:
Γεώργιος Τσολάκογλου: Ο δωσίλογος πρωθυπουργός
Την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος, ο 54χρονος αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου είχε φθάσει στο αξίωμα του διοικητή στο Γ’ Σώμα Στρατού, εποπτεύοντας όλη τη Δυτική Μακεδονία. Ήταν ο ενορχηστρωτής της μάχης του Μόροβα κατά των Ιταλών. Επί δέκα ολόκληρες ημέρες (13 – 22 Νοεμβρίου) προσπαθούσε να καταλάβει τους ορεινούς όγκους Μόροβα και Ιβάν ώστε να διευκολυνθεί ο ανεφοδιασμός των μαχόμενων τμημάτων της Κορυτσάς και των περιοχών πέριξ των Πρεσπών. Παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του για το παράτολμο εγχείρημα, εκείνος προέβη σε έναν επιτυχημένο ελιγμό και κατήγαγε μια εντυπωσιακή νίκη για το στρατιωτικό σώμα, δίνοντας το έναυσμα για την προέλαση στη Βόρεια Ήπειρο, σε βάθος έως και σχεδόν 80 χιλιομέτρων.
Όταν όμως λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1941 η Ελλάδα δέχθηκε επίθεση από τις κατά πολύ μεγαλύτερες σε όγκο, καλύτερα εξοπλισμένες και δυναμικότερες ναζιστικές ορδές, ο ίδιος και ορισμένοι ανώτεροι αξιωματικοί έλαβαν την απόφαση, άνευ εγκρίσεως του Γενικού Επιτελείου, να συνθηκολογήσουν θεωρώντας ότι κάθε αντίσταση τους κατακτητές εκείνη τη στιγμή θα ήταν μάταιη. Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο ίδιος ο Τσολάκογλου σε σύσκεψη των αντιστράτηγων του Ελληνικού Στρατού που είχε πραγματοποιηθεί στην Αθήνα είχε ταχθεί υπέρ της συνέχισης του αγώνα, ακόμα και εάν η χώρα δεχόταν επίθεση από τους Γερμανούς, όπως άλλωστε διαφαινόταν.
Ωστόσο, στις 20 Απριλίου 1941, ανήμερα του Πάσχα, σε συνεννόηση με τους διοικητές του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού (καθώς επίσης και τον… μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδων), αναλαμβάνει πραξικοπηματικά διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου, παραμερίζοντας τον «Αρχηγό της Στρατιάς Ηπείρου» Ιωάννη Πιτσίκα, και υπογράφει στο Βοτονόσι Ιωαννίνων πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Στρατιάς των Ες Ες Sepp Dietrich (που πριν από 12 χρόνια ήταν κυριολεκτικά ο… σοφέρ του Χίτλερ). Μια ημέρα μετά υπογράφει στη Λάρισα την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς και δύο εικοσιτετράωρα αργότερα μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψει ένα ακόμη πρωτόκολλο παράδοσης, αυτή τη φορά με τους Ιταλούς, για να ικανοποιηθεί και το δικό τους πληγωμένο γόητρο, αφού στα πεδία των μαχών απέτυχαν οικτρά.
Ο ίδιος ο Τσολάκογλου στα απομνημονεύματά του θα γράψει: «Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος : Ή ν’ αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού, ν’ αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… “Τολμήσας” δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν». Η αλήθεια είναι ότι ο ελληνικός στρατός της περιοχής, που απαρτιζόταν από 300.000 άνδρες, μετά τις υπογραφές που μπήκαν δεν αιχμαλωτίστηκε και οι βομβαρδισμοί στη Μακεδονία διακόπηκαν, σε αντίθεση με όσα έγιναν στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Στις 11 το πρωί της 30ής Απριλίου 1941, ο Τσολάκογλου βρίσκεται στα Παλαιά Ανάκτορα (στη σημερινή Βουλή) και ορκίζεται «πρωθυπουργός» της χώρας, με παρότρυνση βέβαια των κατοχικών δυνάμεων και υπό την παρουσία των ανώτατων διοικητών τους. Η επίσημη εθνική κυβέρνηση είχε μεταβεί λίγες ημέρες νωρίτερα στην Κρήτη (και ειδικότερα στα Χανιά) για λόγους ασφαλείας.
Σε διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, θα αναφέρει λίγο πριν αναλάβει το αξίωμα: «…Οι υπεύθυνοι της εθνικής συμφοράς έφυγαν από τας Αθήνας και εγκατέλειψαν το πάτριο έδαφος. Υπό την ασφαλήν προστασίας της θαλάσσης από τας επιθέσεις του αντιπάλου, απαιτούν από όλους μας να συνεχισθή ο αγών, το μάταιον του οποίου Σεις όλοι οι παραμείναντες επί του πατρίου εδάφους έχετε κατανοήσει.
Η σκληρά πραγματικότης είνε, ότι, μετά την κατάληψιν των Αθηνών υπό του Γερμανικού στρατού και μετά την φυγήν των Άγγλων, δεν δύναται να γίνη ουδείς πλέον λόγος περί συνεχίσεως του αγώνος. Κυβέρνησις που ετράπη εις φυγήν ουδέν δικαίωμα έχει να απαιτεί από τον Ελληνικόν Λαόν θυσίας αι οποίαι ισοδυναμούν με σφαγιασμόν και αυτοκτονίαν (…).
Απεφάσισα από κοινού μεθ’ όλων των Στρατηγών και Αξιωματικών του αγωνισθέντος Ελληνικού Στρατού να σχηματίσω υπό την προεδρίαν μου Κυβέρνησιν, ήτις θα εξασκή την εξουσίαν της ανεξάρτητα της μέχρι τούδε Κυβερνήσεως της Ελλάδος, εδραζομένη επί μόνης κυριάρχου θελήσεως του Ελληνικού Λαού….».
Με το πρώτο του νομοθετικό διάταγμα (Ν.Δ. αρ. 1 /1941), η κυβέρνηση μετονομάζει το κράτος από «Βασίλειο της Ελλάδας» σε «Ελληνική Πολιτεία», αφαιρώντας τα βασιλικά εμβλήματα από όλα τα δημόσια έγγραφα, και παραχωρεί στον εαυτό της, το δικαίωμα έκδοσης συντακτικών και νομοθετικών διαταγμάτων. Παρέμεινε «πρωθυπουργός» μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου του 1942 παραδίδοντας το αξίωμα στον μέχρι τότε «αντιπρόεδρο της κυβέρνησης» και καθηγητή ιατρικής, Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο.
Με την Απελευθέρωση ο Τσολάκογλου συλλαμβάνεται και φυλακίζεται κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση καθώς και για εθνική αναξιότητα λόγω της μετέπειτα συνεργασίας του με τον εχθρό. Το Ειδικό Δικαστήριο τον καταδικάζει σε θάνατο αλλά αυτομάτως οι δικαστές μετατρέπουν την ποινή του σε ισόβια «για τις πολλαπλές υπηρεσίας του στη χώρα ως στρατιωτικός». Έχει όμως ήδη προσβληθεί από λευχαιμία. Νοσηλεύεται επί ένα χρόνο στο νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ και πεθαίνει πάμπτωχος τον Μάιο του 1948.
Χαράλαμπος Κατσιμήτρος: Ο ανυπάκουος στρατηγός
Πολύ πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ο αντιστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος είχε φροντίσει να οργανώσει τις γραμμές άμυνας του Ελληνικού Στρατού σε ολόκληρη την Ήπειρο, σε συνεννόηση με την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Επιθεωρούσε τακτικά όλα τα αναχώματα, έδινε εντολές για την ενίσχυση των σημείων που έβλεπε ότι ήταν σαθρά, σχεδίαζε στον χάρτη τακτικές και φρόντιζε να διατηρεί το στράτευμα, το εθνικό φρόνημα ψηλά. Ήδη ήταν αρκετά μπαρουτοκαπνισμένος, αφού είχε προλάβει να βρεθεί στο μέτωπο των Βαλκανικών Πολέμων, του Πρώτου Παγκοσμίου αλλά και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπου και τραυματίστηκε στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ (Μάρτιο του 1921).
Τον Οκτώβριο του 1940 είναι πλέον διοικητής της 8ης Μεραρχίας και περιμένει τον εχθρό στα σύνορα με την Αλβανία. Από το αρχηγείο του έχουν διαμηνύσει πως όταν φανούν οι Ιταλοί θα πρέπει να προβάλει μεν αντίσταση, αλλά γνωρίζοντας το Επιτελείο ότι ο αγώνας είναι άνισος έναντι ενός κατά πολύ υπέρτερου εχθρού, τον συμβουλεύει παράλληλα, με την πρώτη ευκαιρία να συμπτύξει τις γραμμές του και να οπισθοχωρήσει ώστε να αμυνθεί βαθύτερα και περισσότερο αποτελεσματικά εντός του ελληνικού εδάφους. Ο Κατσιμήτρος έκανε πως δεν άκουσε καν αυτό το τελευταίο.
Στην ημερήσια διάταξη που εξέδωσε όταν άρχισαν να ξεπροβάλλουν στο βάθος οι Ιταλοί, κάλεσε τους άνδρες της 8ης Μεραρχίας του, ίσως του ηρωικότερου στρατιωτικού σχηματισμού της σύγχρονης ιστορίας μας, να αμυνθούν μέχρις εσχάτων, υπογραμμίζοντας ότι οποιαδήποτε υποχώρηση θα ήταν αδιανόητη. Όπως σημείωνε χαρακτηριστικά «τα σύνορα είναι και η τελευταία μας γραμμή άμυνας».
Έξι ημέρες ο Κατσιμήτρος κρατάει τις γραμμές του στο Καλπάκι εκπλήσσοντας τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους σύμμαχους Άγγλους, ακόμα και την ίδια την Αθήνα. Και ξαφνικά, στις 8 Νοεμβρίου 1940, ολόκληρη η υφήλιος μένει άναυδη. Οι Ιταλοί μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες επιθέσεις στην Ήπειρο αναγκάζονται να ανασυνταχθούν και για πρώτη φορά λαμβάνουν θέση άμυνας. Αυτό που έχει κάνει ο διοικητής και οι άνδρες του φαντάζει ακατόρθωτο. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν απλώς αναχαιτίσει τον εχθρό, αλλά είναι και έτοιμες να αντεπιτεθούν κι ας είναι μια «χούφτα» άνδρες! Η ηρωική αντίσταση του Κατσιμήτρου συντέλεσε τα μέγιστα στη νίκη έναντι του ιταλικού στρατού.
Η μετέπειτα πτώση της Ελλάδας στους Γερμανούς το 1941, τον βρίσκει στα Ιωάννινα. Θεωρεί σκόπιμο να συμμετάσχει στην πρώτη δωσίλογη κατοχική κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου, αναλαμβάνοντας το «Υπουργείο Εργασίας» και για ένα μήνα το «Υπουργείο Γεωργίας» (16 Απριλίου – 16 Μαΐου 1941). Δεν κάθεται όμως για πολύ. Μετά από έξι μήνες υποβάλει την παραίτησή του στις 21 Σεπτεμβρίου 1941, η οποία και γίνεται δεκτή. Το στίγμα αυτής της συνεργασίας όμως δεν τον εγκαταλείπει.
Με το τέλος του πολέμου, στις 31 Μαΐου του 1945, καταδικάζεται υπό του ειδικού συγκροτηθέντος δικαστηρίου, του λεγόμενου δικαστηρίου «δωσιλόγων», «εις ειρκτήν» (κάθειρξη) 5,5 ετών «δια διευκολύνσεις» που παρείχε στις δυνάμεις Κατοχής και αποπέμπεται από το στράτευμα. Αρχές Οκτωβρίου του 1949 όμως, και αφού έχει λήξει και ο Εμφύλιος Πόλεμος, ο βασιλέας Παύλος με διάταγμα του απονέμει χάρη για το υπόλοιπο της ποινής και το 1953 αποκαθίσταται αναδρομικά. Αποφασίζεται η επαναφορά του στον βαθμό του αντιστράτηγου εν αποστρατεία και όλων των παρασήμων του.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.