Εκατοντάδες δημόσιοι υπάλληλοι τρέχουν για πτυχία ενόψει αξιολόγησης. Σύμφωνα με την Καθημερινή, αυτή είναι η καθημερινότητα εκατοντάδων δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι, ενόψει της αξιολόγησης και υπό την απειλή ένταξής τους σε καθεστώς κινητικότητας, επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο για γνώση και προθυμία για περαιτέρω επιμόρφωση.
«Αφορά κατεξοχήν όσους έχουν διοριστεί πριν από το 1994 και μάλιστα άνευ πτυχίου», αναφέρει άνθρωπος του χώρου στην «Κ». «Συνωστισμός» παρατηρείται σε λογής λογής εκπαιδευτικά σεμινάρια, συχνά άσχετα με το αντικείμενο εργασίας του κάθε υπαλλήλου, τα οποία, ωστόσο, προσφέρουν τα πολυπόθητα μόρια για τη μακροημέρευσή του στο Δημόσιο.
Αντίστοιχα, όσοι δεν υπήρξαν στο παρελθόν λάτρεις των πτυχίων, σπεύδουν τώρα να πιστοποιήσουν τις γνώσεις που ήδη έχουν, κυρίως σε επίπεδο γλωσσομάθειας ή χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών. Όσοι πάλι παραμέλησαν να ολοκληρώσουν κάποιον κύκλο σπουδών, σπεύδουν να τακτοποιήσουν την εκκρεμότητα, ενώ όσοι έχουν τη δυνατότητα εγγράφονται σε κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημόσιου πανεπιστημίου, ακόμα και έναντι αντίτιμου (μια μέση τιμή είναι 7 με 8.000 ευρώ για δύο έτη).
Ψηλά στις προτιμήσεις όσων διαθέτουν το φτωχότερο βιογραφικό βρίσκεται λόγω ευελιξίας το Ανοικτό Πανεπιστήμιο, από όπου μπορούν να αποκτήσουν το πολυπόθητο «χαρτί», που θα τους καταστήσει ισότιμους με πολλούς άλλους συναδέλφους τους.
Ενδεικτικό, άλλωστε, της μεγάλης ζήτησης είναι και η σταδιακή αύξηση των εισακτέων, όπως φαίνεται από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία: την ακαδημαϊκή χρονιά 2000-2001 διετίθεντο 4.950 θέσεις, 2.550 σε προπτυχιακά προγράμματα και 2.400 σε μεταπτυχιακά προγράμματα, του χρόνου (2014-2015) θα διατεθούν συνολικά 10.000 θέσεις σπουδών.
Υπενθυμίζουμε πως η αρχική φιλοσοφία του Ανοικτού Πανεπιστήμιου ήταν να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία να σπουδάσουν ενήλικοι εργαζόμενοι, εξ ου και το πρόγραμμα σπουδών είναι «κομμένο και ραμμένο» στις ανάγκες τους, αξιοποιώντας όλα τα εργαλεία τής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.
Πώς, όμως, να ξανακαθίσεις στα θρανία στα «γεράματα», και δη ως εργαζόμενος; Ετσι, πλάι στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο έχει στηθεί ένα ολόκληρο σύστημα παραπαιδείας, που φροντίζει, ώστε όσοι επιλεγούν αρχικά να περάσουν το κατώφλι του ιδρύματος, να αποφοιτήσουν επιτυχώς και εγκαίρως. Δεκάδες φροντιστήρια, που τιτλοφορούνται ως πανεπιστημιακά, αναλαμβάνουν να τους δώσουν «μασημένη» τροφή. Τα «πακέτα» περιλαμβάνουν συνήθως βιντεομαθήματα με τη διδασκαλία θεωρίας και πράξης, λυμένα SOS θέματα, έναν διαθέσιμο καθηγητή για απορίες, το σημαντικότερο όμως παραμένει η εξ ολοκλήρου εκπόνηση των εργασιών από καθηγητές του φροντιστηρίου. «Για μία εργασία στο προπτυχιακό τμήμα Ευρωπαϊκός Πολιτισμός θα πληρώσετε 120 ευρώ και θα την παραλάβετε δύο μέρες πριν από τη διορία», διευκρινίζει η γραμματέας μεγάλου φροντιστηρίου στην «Κ», «αν, όμως, θέλετε και τις τέσσερις εργασίες του έτους, σας κάνουμε μια καλύτερη τιμή και το συνολικό κόστος φτάνει τα 400 ευρώ». Η ίδια προειδοποιεί «να μην καθυστερήσετε, γιατί έχει μεγάλη κίνηση». Άλλα φροντιστήρια τάζουν τιμές «αλληλεγγύης» με ένα all inclusive πακέτο των 190 ευρώ.
Η ταρίφα, ωστόσο, ανεβαίνει, όταν πρόκειται για πτυχιακές εργασίες, όπως και σε αντικείμενα περισσότερο απαιτητικά. Μια πτυχιακή στην πληροφορική ξεπερνά τα 800 ευρώ. «Γράφω επαγγελματικά εργασίες άλλων», αναφέρει διπλωματούχος μεν, άνεργος δε προγραμματιστής, «πληρώνομαι από το φροντιστήριο, που κρατάει ένα ποσοστό για τη μεσιτεία». Η πτυχιακή, βέβαια, απαιτεί αρκετό κόπο: μπορεί να φτάσει έως και τις 100 σελίδες, ενώ περιλαμβάνει και πρακτικό κομμάτι, που ανάλογα με τον κλάδο μπορεί να περιλαμβάνει αλγόριθμους, κώδικες κ.ά. «Η υπόδειξη που μου έδωσε ο προϊστάμενός μου την τελευταία φορά ήταν σαφής: να μην εμβαθύνω πολύ επιστημονικά, καθότι η υπογράφουσα δεν ξέρει να ανοίγει καν υπολογιστή. Και δεν πρέπει να εκτεθούμε».
Συνυπολογίζοντας τα δίδακτρα για τη φοίτηση στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, που ισοδυναμούν με 550 ευρώ ανά θεματική ενότητα στα προπτυχιακά και για 700 ευρώ στα μεταπτυχιακά (και επιπλέον χρέωση για τα εργαστήρια) συν τα έξοδα του φροντιστηρίου, αντιλαμβανόμαστε ότι στην απόπειρα εμπλουτισμού του βιογραφικού θυσιάζονται πολλοί μισθοί. Κάτι που αποδεικνύει αφενός την εμμονή στη διατήρηση ενός στάτους, αυτό του δημόσιου λειτουργού, με κάθε κόστος, αφετέρου, τον πανικό έναντι ενός άδηλου μέλλοντος στον αχανή και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό ιδιωτικό τομέα – ιδιαίτερα για όσους έχουν περάσει προ πολλού την πρώτη νιότη και η προοπτική της ανεργίας φαντάζει απειλητικότερη. Ίσως γι’ αυτό, αρκετοί, από ντροπή για τις δικές τους ελλιπείς γνώσεις, επιστρατεύουν τα σοφά παιδιά τους για να τους εξηγήσουν την ύλη και να τους γράψουν τις εργασίες.