«Νιώθω ότι έχω ήσυχη τη συνείδησή μου». Μ΄ αυτή τη φράση, η 92χρονη Μελπομένη Ντίνα, που ξαναέσμιξε με μέλη εβραϊκής οικογένειας που αυτή και οι αδελφές της βοήθησαν να σωθεί από τη λαίλαπα του Ολοκαυτώματος, περιγράφει σε όλους όσοι τη ρωτούν πώς νιώθει γι΄ αυτή την πράξη ύψιστης ανθρωπιάς, για την οποία έχει άλλωστε τιμηθεί από το 1995 με τον τίτλο της «Δίκαιης των Εθνών».
Ο τίτλος «Δίκαιος των Εθνών» απονέμεται από το Γιαντ Βασέμ, το ίδρυμα και μουσείο που δημιούργησε το κράτος του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ στη μνήμη των εκατομμυρίων θυμάτων του Ολοκαυτώματος, σε μη Εβραίους, που με κίνδυνο της ζωής τους στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έσωσαν τις ζωές χιλιάδων Εβραίων, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Λίγες ώρες μετά τη συγκινησιακά φορτισμένη συνάντηση της 92χρονης με τη Σάρα και τον Γιόσι -δύο από τα (τότε) παιδιά της οικογένειας Μορντεχάι που η Μελπομένη Ντίνα και οι αδελφές της βοήθησαν να σωθούν- η κόρη της Μελπομένης Ντίνα, Μαργαρίτα, αφηγείται στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τη στιγμή που η Σάρα, ο Γιόσι, τα παιδιά και τα εγγόνια τους άνοιξαν μια τεράστια αγκαλιά για να χωρέσει το μεγαλείο της ψυχής της μητέρας της.
«Ήταν μια φοβερά συγκινητική στιγμή αυτή που βιώσαμε. Η μητέρα μου και οι αδελφές της ήταν μικρά ορφανά κορίτσια και δεν είχαν την αίσθηση του κινδύνου. Δεν σκέφτηκαν ίσως πόσο ριψοκίνδυνο ήταν αυτό που έκαναν. Προσέφεραν απλόχερα προστασία και με ό,τι μέσα διέθεταν βοήθησαν την οικογένεια Μορντεχάι. Αυτό που λέει η μητέρα μου είναι πως έχει ήσυχη τη συνείδησή της» λέει, με έκδηλη τη συγκίνηση στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, η κόρη της Μελπομένης Ντίνα (σ.σ. την εποχή του πολέμου είχε το επώνυμο Γιαννοπούλου), η οποία συνόδευσε τη μητέρα της σ΄ αυτό το ταξίδι.
Παρά το γεγονός ότι η Μελπομένη Ντίνα ήταν ένα ορφανό κορίτσι, όταν μαζί με τις αδελφές της έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να μην έχει η οικογένεια Μορντεχάι την ίδια τραγική μοίρα με πάρα πολλούς ομόθρησκούς τους από τη Βέροια, δεν διστάζει να πει, σήμερα, που διανύει ήδη την ένατη δεκαετία της ζωής της, ότι θα το έκανε ξανά και, μάλιστα, θα ήθελε να σώσει κι άλλους ανθρώπους αν μπορούσε.
Η κόρη της 92χρονης αποκαλύπτει ακόμα πως πριν από καμιά δεκαριά μέρες, η μητέρα της, μαζί με μια ομάδα Αμερικανών Εβραίων που ήρθαν στην Ελλάδα για να τη δουν και να καταγράψουν την ιστορία της, επισκέφθηκαν τα μέρη όπου εκτυλίχθηκε η ιστορία της διάσωσης, με την ηλικιωμένη γυναίκα να εκφράζει την επιθυμία να ανάψει ένα κερί στη μνήμη φίλων της που χάθηκαν την ταραγμένη εκείνη περίοδο.
Το ιστορικό μιας γενναίας διάσωσης
Η οικογένεια Μορντεχάι -όπως αναφέρεται στα αρχεία του Γιαντ Βασέμ- ζούσε στη Βέροια. Ο Μέντες Μορντεχάι και η σύζυγός του Μίριαμ Μαρί ήταν ιδιοκτήτες μιας πολύ επιτυχημένης επιχείρησης μόδας. Η Μίριαμ, μάλιστα, παρέδιδε μαθήματα ραπτικής στις γυναίκες της πόλης. Το ζευγάρι είχε πέντε παιδιά: τη Σάρα (γεννηθείσα το 1933/ αργότερα απέκτησε το επώνυμο Γιανάι), τον Άσερ (έτος γέννησης 1935), τον Σαμουήλ (1938), τη Ραχήλ (1940) και τον Ιωσήφ (Γιόσι), ο οποίος γεννήθηκε στη διάρκεια του πολέμου, το 1942.
Το 1940, όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδας, ο Μέντες εντάχθηκε στον ελληνικό στρατό για να πολεμήσει στο μέτωπο της Αλβανίας. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας επιδεινώθηκε και η Μαρί προσπαθούσε να βγάλει τα προς το ζην πλέκοντας διάφορα είδη ένδυσης για τον στρατό. Τελικά, ο Μέντες επέστρεψε από το μέτωπο, αλλά όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, άρχισαν οι διώξεις κατά των Εβραίων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να φορούν το κίτρινο αστέρι στο πέτο εν μέσω πληθώρας φημών, που έμελλε να βγουν αληθινές, για απελάσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Μαρί είχε συγγενείς στη Γερμανία, στους οποίους κι έγραψε ένα κωδικοποιημένο γράμμα. Αυτοί απάντησαν πως είναι καλά, προσθέτοντας ωστόσο ότι οι παππούδες τους είναι «ακόμα καλύτερα». Γνωρίζοντας ότι οι παππούδες ήταν θαμμένοι στο νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης, το ζευγάρι κατάλαβε πως επρόκειτο για ένα είδος προειδοποίησης.
Στο μεταξύ, η Ευλαμπία Τοκατλίδου, η οποία εργαζόταν ως οικιακή βοηθός της οικογένειας Μορντεχάι, είχε βρει δουλειά ως βοηθός και θυρωρός σε ένα σχολείο σε πολύ κοντινή απόσταση από την οικία Μορντεχάι. Όταν η Μαρί γέννησε τον Γιόσι δεν μπορούσε να τον θηλάσει και η Ευλαμπία, η οποία είχε γεννήσει την ίδια εποχή ένα κοριτσάκι, το θήλασε η ίδια και προσφέρθηκε, μάλιστα, να τον πάρει σπίτι της και να τον μεγαλώσει ως δικό της παιδί. Ωστόσο, ήταν πολύ δύσκολο για τη Μαρί να αποχωριστεί τον γιο της κι έτσι η Ευλαμπία επισκεπτόταν συχνά το σπίτι της οικογένειας Μορντεχάι.
Τον Μάρτιο του 1943 άνοιξε ο κύκλος των απελάσεων των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα κολαστήρια των Ναζί. Ο αδελφός της Ευλαμπίας, Νίκος Αξιόπουλος, κατάφερε να προμηθευτεί πλαστές ταυτότητες για την εβραϊκή οικογένεια, την οποία κι έσπευσε να προειδοποιήσει ότι ετοιμαζόταν, τις επόμενες ημέρες, μια μαζική μετακίνηση και ότι το τρένο θα σταματούσε και στη Βέροια προκειμένου να περισυλλέξει και τους εκεί Εβραίους. Ο Νίκος και η υπόλοιπη οικογένειά του ήταν αποφασισμένοι να σώσουν τους Μορντεχάι. Ο Νίκος, επιπλοποιός κατ΄ επάγγελμα, έφτιαξε μια ξύλινη οροφή στη σοφίτα ενός παλιού εγκαταλελειμμένου τζαμιού, προκειμένου να κρύψει τους Μορντεχάι, οι οποίοι από εκεί άκουγαν αργότερα τις φωνές των Εβραίων της Βέροιας καθώς τους περικύκλωναν για να τους μαζέψουν. Και παρόλο που οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες στην αυτοσχέδια κρυψώνα, χωρίς παράθυρα ή κάποιου άλλου είδους εξαερισμό, οι Μορντεχάι αισθάνονταν ευγνώμονες…
Οι αδελφές του Νίκου και της Ευλαμπίας, Πολυξένη και Μακρίνα, μαζί με τον αδελφό τους Πέτρο, βοήθησαν επίσης τους Μορντεχάι παρέχοντάς τους μέρος των πενιχρών αποθεμάτων τροφής που είχαν. Ωστόσο, εξαιτίας των πολύ δύσκολων συνθηκών διαβίωσης στην ξύλινη σοφίτα, μέλη της οικογένειας άρχισαν να εμφανίζουν προβλήματα υγείας, γεγονός που κατέστησε αδήριτη την ανάγκη να βρουν νέα κρυψώνα. Ήταν τότε που εμφανίστηκε ως άλλος άγγελος σωτήρας η Ευθυμία Ξανθοπούλου (τότε Γιαννοπούλου) που έτεινε χείρα βοηθείας προς την οικογένεια. Πριν από τον πόλεμο, η Ευθυμία είχε μαθητεύσει ως μοδίστρα στο πλευρό της Μαρί. Καθώς ήταν ορφανή και πολύ φτωχή, η Μαρί δεν της έπαιρνε χρήματα για τα μαθήματα. Η Ευθυμία ήταν αυτή που άνοιξε το σπίτι όπου έμενε με τις δύο μικρότερες αδελφές της, τη 15χρονη Βηθλεέμ (αργότερα Σούμπαση) και τη 14χρονη Μελπομένη (αργότερα Ντίνα). Εκεί, σε ένα δωμάτιο, φιλοξένησε τα επτά μέλη της οικογένειας Μορντεχάι και οι τρεις ορφανές αδελφές μοιράζονταν μαζί τους ό,τι φαγητό είχαν στη διάθεσή τους, παίρνοντας ένα υψηλό ρίσκο. Καθώς ήταν πολύ δύσκολο να βρει κανείς προμήθειες την περίοδο εκείνη αλλά κι ακόμη όταν υπήρχαν ήταν πολύ ακριβές, η Βηθλεέμ και η Μελπομένη καλλιεργούσαν ένα κομμάτι γης που είχαν στην ιδιοκτησία τους σε μια ελώδη περιοχή, κοντά στα Γιαννιτσά, όχι πολύ μακριά από τη Βέροια. Όταν η Βηθλεέμ γυρνούσε από το χωράφι, κουβαλούσε στον σάκο της προμήθειες για δέκα άτομα.
Μια μέρα, ο Σαμουήλ αρρώστησε σοβαρά. Η Βηθλεέμ, μαζί με την αδελφή του, τη Σάρα, τον πήγαν στο νοσοκομείο, αλλά δυστυχώς το παιδί δεν κατόρθωσε να κρατηθεί στη ζωή. Λίγο καιρό μετά κάποιος κατέδωσε την οικογένεια Μορντεχάι στις αρχές και ήταν οι συγγενείς της Ευθυμίας αυτοί που τους βοήθησαν να διαφύγουν. Η μεγαλύτερη από τα παιδιά της εβραϊκής οικογένειας, η Σάρα, φυγαδεύτηκε από το δάσος, ενώ ο Άσερ πήρε μόνος του τον δρόμο προς το βουνό. Στο μεταξύ, η Μαρί πήρε τα μικρότερα παιδιά της, τη Ραχήλ και τον Γιόσι, και ξεκίνησε με τα πόδια να πάει να βρει μέρος να κρυφτούν. Η Βηθλεέμ και οι αδελφές της έδωσαν στην οικογένεια ρούχα κατάλληλα ώστε να μπορέσουν να αντέξουν τη διαβίωση στις πλαγιές του Βερμίου. Πριν από το τέλος του πολέμου, η οικογένεια επανενώθηκε και κατάφερε να επιβιώσει έως την απελευθέρωση.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1989, το Γιαντ Βασέμ, το ίδρυμα και μουσείο που δημιουργήθηκε από το κράτος του Ισραήλ, στην Ιερουσαλήμ, για τη διαιώνιση της μνήμης των έξι εκατομμυρίων θυμάτων του Ολοκαυτώματος, απένειμε τον τίτλο του «Δικαίου των Εθνών» στην Ευλαμπία Τοκατλίδου και την Ευθυμία Ξανθοπούλου. Μερικά χρόνια αργότερα, στις 12 Απριλίου του 1994, το Γιαντ Βασέμ απένειμε την ίδια τιμή στους: Βηθλεέμ Σούμπαση, Μελπομένη Ντινα, Νίκο και Πέτρο Αξιόπουλο και Μακρίνα και Πολυξένη Ανανιάδου.
Μέχρι σήμερα, το Γιαντ Βασέμ έχει αναγνωρίσει ως «Δίκαιους των Εθνών» πάνω από 27.000 ανθρώπους, 355 εκ των οποίων είναι από την Ελλάδα.