«Το ψωμί της ξενιτιάς», το «ναν» στη γλώσσα της γειτονιάς τους, το ψωμί των 9.000, Αφγανών κυρίως, της Μόριας, φτιάχνεται από τη … «συντεχνία» που έχει στήσει εκεί στα όρια του καταυλισμού ένα απίστευτο σύστημα παραγωγής ψωμιού. Μιας νόστιμης πίτας που ψήνεται σε υπόγειους φούρνους όπως εκεί «πίσω στην πατρίδα».
Στην αρχή ένας φούρναρης από το Αφγανιστάν έφτιαξε έναν χτιστό υπόγειο φούρνο. Μια περίεργη για τους δυτικούς κατασκευή, όπου με λάσπη χτίζεται ένα υπόγειο πιθάρι που στεγνώνει και μετατρέπεται έτσι σε φούρνο. Αυτό το υπόγειο πιθάρι πακτώνεται με χώμα που συγκρατείται περιμετρικά με πέτρινα ντουβάρια.
Τα χαράματα κάθε μέρας, αυτό το πιθάρι έχει πυρακτωθεί από φωτιά που καίει όλη νύχτα μέσα του. Το πρωί καθαρίζεται και αρχίζει το πέταγμα του ζυμαριού στα τοιχώματα του. Εκεί το ζυμάρι κολλά και ψήνεται. Όταν είναι έτοιμο ξεκολλά για να «αλιευτεί» με ένα ιδιότυπο «φτυάρι» και να ξανακολληθεί στο τοίχωμα από την ωμή του μεριά…
Δίπλα από τον πρώτο φούρνο στήθηκε ένας δεύτερος. Και ένας τρίτος, και τέταρτος, για να γίνουν σήμερα έξι αυτοί οι φούρνοι, ο ένας δίπλα από τον άλλον.
Δίπλα τα εργαστήρια ζυμώματος. Με γυναίκες που ζυμώνουν αλεύρι με νερό κι αλάτι. «Άζυμος άρτος» χωρίς προζύμι, σαν το ψωμί των Εβραίων στην Έξοδο. Φτωχικό ψωμί…
Χιλιάδες παιδιά χρειάζονται ψωμί για να ζήσουν
Ο Μαχμούτ ένας από τους «φουρνάρηδες» της γραμμής παραγωγής ψωμιού των Αφγανών που μιλάει κάτι σπαστά Αγγλικά, λέει για ετούτη την αλλιώτικη δραστηριότητα: «Πρέπει να φάει όλος αυτός ο κόσμος που ζει κυρίως έξω από τον κυρίως καταυλισμό σε σκηνές. Χιλιάδες παιδιά που χρειάζονται ψωμί για να ζήσουν. Όπως πίσω στην πατρίδα».
Συνολικά στους έξι φούρνους που είναι φανερό ότι συνεργάζονται αλλά ανήκουν σε διαφορετικές «φαμίλιες» απασχολούνται περί τους 30 άνθρωποι. Ενώ η καθημερινή παραγωγή είναι γύρω στις 300 πίτες ο κάθε φούρνος, δηλαδή κάπου 2.000 πίτες τη μέρα.
«Τις πουλάτε;» ρωτάμε. «Ναι» τις πουλάνε. Μισό ευρώ η πίτα. «Αν και όποιος δεν έχει λεφτά τις δίνουμε δωρεάν. Το ψωμί είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο» λέει ο Μαχμούτ. «Πρέπει να το χαίρεται και να ζει με αυτό, έχει δεν έχει να πληρώσει».
Μια – μια γυναίκα, πολύ συχνά και μικρά παιδιά με το νόμισμα σφιχτά στο χέρι, πάει για «ναν» στους φούρνους του καταυλισμού της Μόριας. Φεύγουν με την πίτα, μια ή δυο αλλά ποτέ περισσότερες «να φτάσουν για όλους» κάτω από τη μασχάλη. Τα παιδιά κόβουν κομμάτι για το δρόμο, άλλα πάλι φεύγουν με ένα κομμάτι πεσκέσι «για το δρόμο».
«Το ψωμί είναι δώρο του Θεού» επαναλαμβάνει ο Μαχμούτ καθώς δίνει και σε μας μια ζεστή καλοψημένη πίτα. «Πρέπει να τη γεύονται όλοι. Έχουν δεν έχουν να την πληρώσουν».