Οι έξι ομαδικοί τάφοι, με τους τριάντα τρεις σκελετούς εκτελεσμένων κομμουνιστών, της περιόδου του εμφυλίου πολέμου, που βρέθηκαν στις Συκιές Θεσσαλονίκης, παραπέμπουν σε ορισμένες από τις πιο σκοτεινές σελίδες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας και ανασύρουν μνήμες μιας ταραγμένης μετακατοχικης Ελλάδας, που πάλευε εκείνη την περίοδο με τους «εφιάλτες» της, αφήνοντας ανοιχτές «πληγές» στην ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον έως και τη μεταπολίτευση.
Βουτηγμένη, όλη η χώρα σε ένα ατελείωτο δράμα καθ’ όλη τη δεκαετία του 1940-50, πρώτα στην κατοχή, μετά στον εμφύλιο, μέτρησε τόσα θύματα, όσα δεν είχε δει ποτέ άλλοτε ο τόπος. Θάνατοι, σφαγές, εκτελέσεις, φυλακίσεις και εκτοπισμοί αντιφρονούντων, δολοφονίες πατριωτών, βασανισμοί, διωγμοί, στέρηση, φτώχεια και πείνα. Οι φυλακές σε αυτήν την περίοδο γέμισαν μελλοθάνατους και χωρίς καμία αμφιβολία το παλιό Επταπύργιο, το Γεντί Κουλέ, ήταν από τις σκληρότερες που υπήρξαν ποτέ στη χώρα.
Μια ελληνική Βαστίλη, όπως εύστοχα την αποκαλεί ο δημοσιογράφος – συγγραφέας Σπύρος Κουζινοπουλος, στον τίτλο του νέου βιβλίου του: «Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ.
Η ιστορία της μεσαιωνικής φυλακής είναι βαμμένη με το αίμα των χιλιάδων κρατουμένων που πέρασαν από τα κελιά της. Καθένα και μια μαρτυρία, μια υπενθύμιση, ένα μήνυμα, μια εξιστόρηση των καημών και των πόνων. Χιλιοτραγουδισμένο το Γεντί Κουλέ στη λαϊκή μουσική παράδοση, στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι, «άσβεστος φάρος που φωτίζει και φως που καίει». Τόπος θυσίας, ιστορίας, μνήμης. Κολαστήριο για χιλιάδες ανθρώπους, ποινικούς, ή πολιτικούς κρατούμενους, με τους τελευταίους να έχουν αφήσει πιο έντονο το αποτύπωμα τους, πιο εμφατικά από τους πρώτους, στην Ιστορία, για την ηθική τους υπεροχή. Η τιμωρία, η στέρηση, η θανάτωση, ήταν τα επίχειρα του αγώνα τους για τα ιδανικά τους, για μια καλύτερη κοινωνία.
Η περίοδος, κατά την οποία η φυλακή ήταν ασφυκτικά γεμάτη, ήταν αναμφίβολα κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και πριν από την κατοχή δεν λειτουργούσε ως ένας από τους πιο σκληρούς και απάνθρωπους χώρος εγκλεισμού και αληθινό φόβητρο για τους αντιφρονούντες. Κάποιοι από τους πολιτικούς κρατούμενους του μεσοπολέμου στο Επταπύργιο άφησαν σημαντικό αποτύπωμα στη νεώτερη ελληνική ιστορία. Άλλοι πέρασαν τις πύλες της ως ποινικοί και βγήκαν από αυτή διαφορετικοί, αφού ήλθαν σε επαφή με ιδεολόγους έγκλειστους για τα πολιτικά τους φρονήματα.
Από τα κελιά του Επταπυργίου πέρασε ο Άρης Βελουχιώτης, ως Θανάσης Κλάρας, πολύ πριν γίνει ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ, πολύ πριν γίνει μέλος του ΚΚΕ, πολύ πριν διαμορφωθεί η πολιτική του συνείδηση. Από την αυλή της φυλακής φέρεται να δραπέτευσε, με ευφυή και απρόβλεπτο τρόπο, ο Νίκος Ζαχαριάδης, πολιτικοποιημένος ήδη, ως γραμματέας της καπνεργατικής ομοσπονδίας. Αργότερα θα γίνει γενικός γραμματέας του ΚΚΕ και ίσως ο πιο σημαντικός και μοιραίος ηγέτης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα. Όλα τα σενάρια διαφυγής του και όσες μαρτυρίες υπάρχουν για την απόδραση του Νίκου Ζαχαριάδη εκτίθενται και αναπτύσσονται λεπτομερώς στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου.
Από τα κελιά του πέρασαν οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι της επτάχρονης δικτατορίας 1967-74, αρκετοί από τους οποίους περιέγραψαν αργότερα τις άθλιες συνθήκες κράτησης, τα ανήλια κελιά, την απομόνωση.
Οι τόποι εκτελέσεων στη Θεσσαλονίκη
Το μεσαιωνικό κάτεργο του Γεντί Κουλέ έχει συνδεθεί -εκτός των άλλων- και με τον εφιάλτη των εκτελέσεων πολιτικών κατά την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Με τη διαφορά, όμως, ότι τους καταδικασμένους από το γερμανικό στρατοδικείο αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που ήταν φυλακισμένοι στο Επταπύργιο, οι Ναζί τους φόρτωναν σε στρατιωτικά καμιόνια και τους μετέφεραν σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης, που είχαν επιλεγεί ως τόποι εκτελέσεων.
Οι τόποι αυτοί ήταν το «Κόκκινο Σπίτι», ένα εγκαταλελειμμένο οίκημα πίσω από το Καυταντζόγλειο Στάδιο (εκεί που σήμερα είναι το Θέατρο Γης), το οποίο χρησιμοποιείτο για τις εκτελέσεις ποινικών κρατουμένων, κυρίως ληστών, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, που οργίαζε η ληστοκρατία. Άλλα σημεία εκτελέσεων από τους Γερμανούς κατά την κατοχή ήταν η περιοχή του στρατιωτικού αεροδρομίου του Σέδες, η Μίκρα, τα Σφαγεία και τα Διαβατά, όπου έγινε η μεγάλη ομαδική εκτέλεση 104 πατριωτών στις 6 Ιουνίου 1944.
Η περιοχή των Συκεών Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των σημερινών οδών Κανάρη, Σολωμού και Μιαούλη, όπου εντοπίστηκαν τελευταία οι ομαδικοί τάφοι με τους 33 σκελετούς, επιλέχθηκε από τις αρχές της Θεσσαλονίκης εκείνης της εποχής για πρακτικούς λόγους.
Πρώτον, το σημείο εκείνο ήταν ακατοίκητο και οι κοντινότερες μικρές κατοικίες βρίσκονταν σε απόσταση μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου. Επίσης, το σημείο των ομαδικών τάφων -καθώς οι εκτελεσμένοι παραχώνονταν επιτόπου στους μεγάλους λάκκους που είχαν ανοίξει προηγουμένως ποινικοί κρατούμενοι-ήταν σε απόσταση αναπνοής από τις φυλακές Επταπυργίου και η μεταφορά των μελλοθάνατων, των ανδρών του εκτελεστικού αποσπάσματος και των άλλων που ορίζονταν από το τελετουργικό, γινόταν με φορτηγά αυτοκίνητα σε λιγότερο από δύο λεπτά της ώρας.
Τρίτον, λόγω της απουσίας κατοικιών στον «συνήθη τόπον εκτελέσεων», δεν υπήρχαν μάρτυρες. Όπως διερχόμενοι ή κάτοικοι από τη γύρω περιοχή, ώστε να είναι σε θέση να ακούσουν τα τραγούδια, τα εμβατήρια και τα συνθήματα των μελλοθάνατων λίγο πριν οι ομοβροντίες του εκτελεστικού αποσπάσματος κόψουν το νήμα της ζωής τους.
Ο χώρος στο συγκεκριμένο σημείο, που ήταν ακατοίκητο μέχρι τη δεκαετία του 1960, είχε μεταβληθεί κυριολεκτικά σε «κρανίου τόπο», καθώς εκεί τα εκτελεστικά αποσπάσματα «θέριζαν» τους μελλοθάνατους, που είχαν καταδικαστεί στην εσχάτη των ποινών από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Την περίοδο 1946-1949 έγιναν στη συγκεκριμένη περιοχή περίπου 400 εκτελέσεις, καταδικασμένων σε θάνατο, κομμουνιστών, σύμφωνα με τον σχεδόν πλήρη κατάλογο με τα ονόματα εκτελεσμένων, που περιέχονται στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινοπουλου.
Μετά την ομοβροντία που έριχναν οι άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και τη χαριστική βολή που τους έδινε ο επικεφαλής αξιωματικός, τα πτώματα, χωρίς φέρετρο ή κάποια θρησκευτική απόδοση τιμών στους νεκρούς -κάτι που από την αρχαιότητα ακόμη αποτελεί ύψιστη ύβρη- ρίχνονταν σε λάκκους και σκεπάζονταν με χώμα, χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιος έχει ταφεί και πού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εκτελεσμένοι θάβονταν τελείως γυμνοί και ξυπόλυτοι, καθώς τα ρούχα και τα παπούτσια τους φρόντιζαν να τα πάρουν μαζί τους κάποιοι από τους χωροφύλακες που παρευρίσκονταν στην όλη διαδικασία, αλλά και κάποιοι από τους ποινικούς κρατούμενους που είχαν επιστρατευθεί από τη διοίκηση της φυλακής για να σκάψουν τους λάκκους, οι οποίοι θα αποτελούσαν τους ομαδικούς τάφους για τους εκτελεσμένους.
Οι εκτελέσεις στο Γεντί Κουλέ την περίοδο του Εμφυλίου
Μέσα από σειρά διατάξεων θεσπίστηκε το καλοκαίρι του 1946 και ενώ ο εμφύλιος έμπαινε στη σκληρότερη φάση του, το «αντεθνικό» έγκλημα και τα έκτακτα στρατοδικεία που είχαν θεσπιστεί σε 25 πόλεις της χώρας, με τελεσίδικες αποφάσεις, όριζαν την ποινή των κατηγορουμένων, όπως φυλάκιση και θανατική ποινή, αποκλειστικά στηριζόμενα σε πολιτικά κριτήρια. Εκδίδονταν σωρηδόν καταδικαστικές αποφάσεις με την κατηγορία της «απόπειρας διάδοσης ανατρεπτικών ιδεών». Ειδικότερα, το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης είχε προχωρήσει στην έκδοση των ακόλουθων ετυμηγοριών ανά έτος: 244 το 1946, 833 το 1947, 1957 το 1948, 1.186 το 1949, 205 το 1950 και το 1951 -τελευταίο έτος της λειτουργίας του- 222. Συνολικά δηλαδή 4.647 αποφάσεις. Οι ποινές που επέβαλε το ίδιο έκτακτο στρατοδικείο ήταν: Θάνατος σε 511 περιπτώσεις, ισόβια σε 317, πρόσκαιρα δεσμά (από 10 έως 20 χρόνια κάθειρξη) σε 231, ειρκτή (από 5 έως 10 έτη) σε 68, φυλάκιση (από μερικές ημέρες έως 5 έτη σε 834, ενώ σε 1.784 περιπτώσεις υπήρξε απαλλαγή και σε 1.001 αθώωση. Πάντως, σε αρκετές περιπτώσεις τα άτομα που είχαν απαλλαγεί ή αθωωθεί δεν σήμαινε ότι μπορούσαν να επιστρέψουν ανενόχλητοι στα σπίτια τους, καθώς ορισμένα στρατοδικεία, αν και υπήρχε απαλλαγή πάσης ποινής, διέταζαν την εκτόπιση τους στη Μακρόνησο, τη Γυάρο και τη Λέρο.
Το τέλος του Εμφυλίου και τα νέα στοιχεία
Οι εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων στο Γεντί Κουλέ και τις άλλες ελληνικές φυλακές θα καταλαγιάσουν, θα κοπάσουν το πρώτο διάστημα μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου. Το βράδυ της 29ης Αυγούστου 1949, ο κυβερνητικός στρατός θα φωτίζει με τα πολύχρωμα βεγγαλικά του τις βουνοκορφές του Γράμμου, πανηγυρίζοντας για τη νίκη του επί των ανταρτών και περί τις 24.000 μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και μαζί τους πολλά περισσότερα γυναικόπαιδα, θα διαφεύγουν από τα βόρεια σύνορα της χώρας για τις γειτονικές χώρες.
Στα αρχεία του Επταπυργίου δεν αναφέρονται να έγιναν τουφεκισμοί κατά το έτος 1950. Εκείνη τη χρονιά, στις φυλακές κρατούνταν 895 πολιτικοί κρατούμενοι, εκ των οποίων οι 146 γυναίκες, 94 ποινικοί κρατούμενοι, 118 δωσίλογοι, 49 χαρακτηρισμένοι ως «στασιαστές» και 37 με βάση αποφάσεις του Διαρκούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι δύο τελευταίες εκτελέσεις του προηγούμενου έτους είχαν γίνει εκεί στις 19 Σεπτεμβρίου 1949 με δύο κατάδικους, ενώ νωρίτερα είχαν στηθεί ομαδικά στο εκτελεστικό απόσπασμα και μάλιστα τρεις μόλις μέρες πριν τη λήξη του Εμφύλιου, τέσσερις πολιτικοί κρατούμενοι στις 26 Αυγούστου 1949. Επρόκειτο για τους Βαγγέλη Αλεξανδρίδη, Νίκο Μάντη, Στάθη Ραβδίδη και Χρίστο Ρασόκωφ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε τον Απρίλιο του 1950 το Γενικό Επιτελείο Στρατού, στις αρχές του 1950 υπήρχαν ακόμη στις φυλακές όλης της χώρας 17.000 καταδικασμένοι σε θάνατο, ισόβια και άλλες ποινές. Από αυτούς σε θάνατο ήταν οι 5.322, από τους οποίους είχαν εκτελεστεί ήδη οι 3.033. Καθώς επίσης και 2.289 θανατοποινίτες με ανεκτέλεστες ποινές. Ακόμα, υπήρχαν 5.500 υπόδικοι που περίμεναν να δικαστούν και οι τελευταίοι 50.000 εξόριστοι και προληπτικώς συλληφθέντες οι οποίοι είχαν απομείνει και δεν είχαν απολυθεί από τη Μακρόνησο, τη Γυάρο, το Τρίκερι και τα άλλα στρατόπεδα εκτόπισης.
Σημαντικό ρόλο στη διακοπή των εκτελέσεων κατά τη διάρκεια του 1950 είχε παίξει η κυβερνητική αστάθεια που υπήρχε εκείνη τη χρονιά, οδηγώντας στην εναλλαγή έξι διαφορετικών κυβερνήσεων στην εξουσία.
Καταλυτικό πάντως ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και την αναστολή των αποφάσεων των εκτάκτων στρατοδικείων υπήρξε η δραστηριότητα του κεντρώου στρατηγού Νικόλαου Πλαστήρα, ο οποίος από την επαναδραστηριοποίησή του στις 3 Δεκεμβρίου 1949, με την ίδρυση του Κόμματος Προοδευτικών Φιλελευθέρων, και στη συνέχεια, στις 13 Ιανουαρίου 1950, την ίδρυση της Εθνικής Προοδευτικής Ενώσεως Κέντρου (ΕΠΕΚ), έθετε ως σκοπούς της νέας του πολιτικής κίνησης «τὴν ταχεῖαν ἀνασυγκρότησιν τῆς χώρας χωρὶς διασπάθισιν τῆς ἀμερικανικῆς βοηθείας καὶ τὴν πλήρη ἀποκατάστασιν τῆς εἰρηνεύσεως καὶ τῆς γαλήνης διὰ τῆς ἐξασφαλίσεως τάξεως καὶ δικαιοσύνης εἰς ὅλους τοὺς πολίτας, ἀδιαφόρως πολιτικῶν φρονημάτων». Και όταν ανέλαβε πρωθυπουργός στις 15 Απριλίου 1950, εξήγγειλε την εγκαθίδρυση συνθηκών ισοπολιτείας για όλους ανεξαιρέτως, με ιδιαίτερη μέριμνα στην υιοθέτηση μέτρων επιείκειας και στην αναθεώρηση των ποινικών αποφάσεων των έκτακτων στρατοδικείων.
Τελικά, η προσπάθεια του Πλαστήρα για την εφαρμογή των μέτρων ειρήνευσης ανακόπηκε από το Παλάτι και τους πολιτικούς του αντιπάλους, ακόμη και στον κεντρώο χώρο, που με κάθε τρόπο υπονόμευαν την κυβέρνηση του. Έτσι εκτελέστηκαν 13 πολιτικοί κρατούμενοι το 1951, μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Νικηφορίδης επειδή συγκέντρωνε υπογραφές για τον αφοπλισμό των δύο υπερδυνάμεων ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Το 1952 υπήρξαν στο Γεντί Κουλέ τουλάχιστον δύο εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων, το 1953 μία, το 1954 8 εκτελέσεις και το 1955 μία εκτέλεση, στις 29-8-2955 που ήταν και η τελευταία.
Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινοπουλου «Γεντί Κουλέ: Η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης».
Πηγή: ΑΠΕ