Μια επιστολή ενός Έλληνα συγγραφέα, γιου μεταναστών στις ΗΠΑ συγκλονίζει. Στην επιστολή γίνεται εκτενής αναφορά στη βιαιότητα με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι μετανάστες στην Αθήνα.
Ο Ελληνοαμερικανός Zeese Papanikolas, έγραψε την παρακάτω επιστολή, δίνοντάς της τον τίτλο « Κανείς δεν μπορεί να βάλει φρένο στην ιστορία-Γράμμα από τη διασπορά: Έλληνες μετανάστες στις Η.Π.Α.- ξένοι μετανάστες στην Ελλάδα».
Δείτε την επιστολή, όπως δημοσιεύτηκε μεταφρασμένη, στην ιστοσελίδα «chronosmag.eu»:
«Όταν βρίσκομαι στην Αθήνα, επισκέπτομαι πάντα το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Έστω για μία ώρα, περιφέρομαι στις αίθουσές του και χαζεύω τις γυάλινες προθήκες με τις ασημένιες πιστόλες, τις παλάσκες με το μπαρούτι και τα φονικά γιαταγάνια, ενώ οι ήρωες του ’21 με αγριοκοιτάζουν από ψηλά. Τα φέσια τους, τα μακριά μουστάκια τους, τα μαλλιά μέχρι τον ώμο, όλα αυτά τους κάνουν να δείχνουν απόκοσμοι. Κι όμως, ένας από αυτούς είναι μακρινός πρόγονός μου. Κοιτάζω ψηλά το πρόσωπο του Θεόδωρου Γρίβα που δεν μοιάζει σε τίποτα με το δικό μου κι αμέσως μετά τρέχω να δω το σπαθί και την πολυποίκιλτη κάπα του που βρίσκεται πίσω από την προθήκη σε έναν από τους διαδρόμους της έκθεσης. Μετά από τόσα χρόνια που έρχομαι εδώ, ξέρω ακριβώς πού θα τα βρω. Ο Θεόδωρος Γρίβας είναι ο μόνος, αν και χαλαρός, σύνδεσμος μεταξύ της οικογένειάς μου και του ηρωικού εκείνου παρελθόντος: το γενεαλογικό μας δέντρο, κι από τις δυο μεριές της οικογένειας, φτάνει μόνο μέχρι τους προπαππούδες μου (ένας εκ των οποίων παντρεύτηκε κάποια από την οικογένεια των Γριβαίων) κι έπειτα χάνεται στα φτωχά χωριά της Αρκαδίας, της Ναυπακτίας και της Μακεδονίας. Αν εξαιρέσει κανείς αυτό το λεπτό νήμα που μας συνδέει με την οικογένεια Γρίβα, είμαστε ένα τίποτα. Στη σημερινή περίοδο των οργισμένων αντιδράσεων κατά των μεταναστών που κατακλύζουν την Ελλάδα, μια τέτοια επίσκεψη στο Ιστορικό Μουσείο, με τις μπαρουτοκαπνισμένες σημαίες και τους ήρωες, ίσως κάνει τον επισκέπτη να αναρωτηθεί τι θα πει Έλληνας τελικά. Γιατί το σημαντικότερο από τα ελάχιστα που γνωρίζω για την οικογένεια των Γριβαίων –όλοι τους μαχητές, μισθοφόροι και πειρατές– νομίζω ότι είναι η αλβανική καταγωγή τους.
Ξένη καταγωγή, ελληνικό παρόν
Ίσως επειδή δεν έρχομαι ιδιαίτερα συχνά στην Αθήνα, σκηνές όπως η ακόλουθη μου προκάλεσαν καταρχήν έκπληξη: έχω σταθεί σε ένα περίπτερο κοντά στο Πανεπιστήμιο για να αγοράσω μια τηλεκάρτα. Η υπάλληλος του περιπτέρου ψάχνει κάτω από τον πάγκο και με ρωτάει πόσο χρόνο ομιλίας θέλω. Όταν σηκώνεται, βλέπω ότι πρόκειται για μια νεαρή Γιαπωνέζα, η οποία όμως μιλά ελληνικά και μάλιστα πολύ καλύτερα από μένα, με τη φτωχή και διστακτική προφορά μου. Στην Ερμού, νεαροί Αφρικανοί πουλάνε επώνυμες τσάντες σε προσφορά. Σε όλα τα προηγούμενα ταξίδια μου στην Ελλάδα δεν είχα δει ούτε έναν μαύρο, εκτός από έναν Αμερικανό ιπτάμενο φροντιστή κάποιο βράδυ στην Πλάκα στις αρχές του ’60. Στην Υπερείδου, κοντά στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, βλέπω κι άλλους τέτοιους Αφρικανούς, αυτή τη φορά να πουλάνε παιχνίδια. Ένα άλλο βράδυ, φεύγοντας από ένα εστιατόριο στα Εξάρχεια, η Ελληνίδα της παρέας μάς διαβεβαιώνει ότι η πανέμορφη μαύρη που είναι απασχολημένη στο κινητό της, μιλάει σε άπταιστη αθηναϊκή αργκό. Κανένας από τους Αλβανούς, Σλάβους, Ιρανούς και Αφγανούς που συνωστίζονται γύρω μου στο μετρό και το τρόλεϊ δεν θα μου έδινε αμέσως την εντύπωση ότι είναι Έλληνας. Η Ελλάδα, αφετηρία μαζικής μετανάστευσης πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο –και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε ολόκληρες πόλεις στην κυριολεξία έχασαν τους άντρες και τα παιδιά τους–, σήμερα είναι προορισμός μεταναστών.
Φυσικά, οι περισσότεροι από αυτούς τους μετανάστες δεν ήρθαν να εγκατασταθούν σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες ίσως δυσκολίες από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στην πραγματικότητα –και κατά κύριο λόγο– είναι παγιδευμένοι, εγκλωβισμένοι στην απελπισμένη τους προσπάθεια να φτάσουν στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης, χώρες που μπορεί να τους χρησιμοποιήσουν σαν εργατικά χέρια και όπου μπορεί να εγκατασταθούν προσωρινά ή ακόμα και μόνιμα. Έχω διαβάσει μερικά πράγματα για τις συνθήκες ζωής τους στην Ελλάδα. Φτάνουν έχοντας ήδη υποστεί στερήσεις και κακοποίηση καταρχήν από τις χώρες από τις οποίες έχουν αποδράσει –χώρες ρημαγμένες από τον πόλεμο και τη βία του φανατισμού– αλλά και από τη φτώχεια που έχει αυξηθεί σήμερα εξαιτίας της ξηρασίας και της παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον έχουν κακοποιηθεί από τους σωματέμπορους που τους κρύβουν, τους κλέβουν κι έπειτα τους εγκαταλείπουν. Δεν ήρθαν λοιπόν στην Ελλάδα για να απολαύσουν τους πορτοκαλεώνες και τον ήλιο και να καθίσουν σε κάποια παραθαλάσσια ταβέρνα. Ήρθαν επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.
Έτσι, όταν διάβασα ότι η Χρυσή Αυγή άνοιξε γραφεία στη Νέα Υόρκη, όπου τόσοι μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων και των παππούδων μου, πρωτοπάτησαν το πόδι τους στην Αμερική, έγινα έξαλλος. Δεν θέλω να συγκρίνω τους τωρινούς μετανάστες στην Ελλάδα με εκείνη την πρώτη γενιά των Ελλήνων μεταναστών που πήγαν στις Η.Π.Α. πριν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και λίγο μετά, γιατί υπάρχουν πολλές διαφορές, και οι καταστάσεις που οδήγησαν Ιρακινούς, Ιρανούς και Αφγανούς να αποδράσουν από την πατρίδα τους είναι πολύ πιο δύσκολες από εκείνες που παρακίνησαν τους Έλληνες να μεταναστεύσουν για πρώτη φορά στις Η.Π.Α. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες ομοιότητες: η τραγική φτώχεια, ο φόβος της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, η οικογενειακή περηφάνια που επιβάλλει να παίρνουν τα κορίτσια προίκα, η στήριξη των γονιών για να μην καταντήσουν επαίτες, η προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος.
Οι συνθήκες στις οποίες ζουν οι σημερινοί μετανάστες στην Ελλάδα είναι αντίστοιχες με εκείνες των παππούδων μου στην Αμερική. Στις πόλεις των ορυχείων που δούλευαν, έμεναν σε στάβλους, σε παράγκες και σε σκηνές δίχως θέρμανση κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών. Δεν ζούσαν σε φυλακές ούτε σε στρατόπεδα με αγκαθωτά συρματοπλέγματα αλλά, όπως οι μετανάστες στη σημερινή Ελλάδα, έζησαν με απίστευτες στερήσεις και κινδύνους κάνοντας όνειρα ότι μια μέρα θα γυρίσουν στο σπίτι τους με αρκετά χρήματα κι αξιοπρέπεια.
Αφανείς ήρωες στις Η.Π.Α.
Οι Έλληνες σε γενικές γραμμές έχουν ευημερήσει στις Η.Π.Α. Έστησαν επιχειρήσεις, σπούδασαν τα παιδιά τους, διείσδυσαν σε διάφορους επαγγελματικούς χώρους και στην πολιτική ζωή. Όποιος νομίζει όμως ότι αυτό ήταν εύκολο, απατάται οικτρά. Μην ξεχνάμε τους σχεδόν 200.000 Έλληνες που επέστρεψαν στην πατρίδα το 1930 (πολλοί από αυτούς σακατεμένοι από τη βιομηχανική ζωή των Η.Π.Α.), εκείνους που καταστράφηκε η σωματική ή ακόμα και η ψυχική τους υγεία, και εκείνους που έχασαν μέλη του σώματός τους από ατυχήματα στους μύλους και στα ορυχεία. Δεν πρόκειται για τους μυθικούς Μπρούκληδες που επέστρεφαν στο χωριό τους για να γεμίσουν φίλους και συγγενείς με αμερικανικό χρυσάφι και να παντρευτούν ένα κορίτσι είκοσι χρόνια μικρότερό τους. Αυτούς τους κατεστραμμένους «επαναπατρισθέντες» Έλληνες τους ονόμαζαν κουνημένους. Επίσης, μην ξεχνάμε τους Έλληνες μετανάστες που θάφτηκαν σε πρόχειρους τάφους κατά μήκος των δυτικών σιδηροδρομικών γραμμών ή στα νεκροταφεία των πόλεων με τα ορυχεία.
Το πρώτο μου βιβλίο το ονόμασα Βuried Unsung [Αμοιρολόιτος, Κατάρτι, Αθήνα 2002] προς τιμήν των νεαρών Ελλήνων που είχαν ακριβώς τον φόβο ότι θα τους πετάξουν σ’ ένα λάκκο δίχως να τους ψάλει κανείς, και ειδικότερα προς τιμήν ενός απ’ αυτούς –παρότι τον έψαλε Έλληνας παπάς– ο οποίος, όπως και πολλοί μετανάστες στην Αμερική, παραμένει αφανής ήρωας. Ο Λούης Τίκας, Κρητικός που ήρθε στις Η.Π.Α. το 1906, σκοτώθηκε οκτώ χρόνια αργότερα στη διάρκεια μιας βίαιης απεργίας ανθρακωρύχων στο νότιο Κολοράντο, όταν η Εθνοφρουρά του Κολοράντο εισέβαλε στον καταυλισμό των απεργών, σκοτώνοντας τον Τίκας και τους άλλους απεργούς και βάζοντας φωτιά. Ο Τίκας πέθανε μαζί με άντρες, γυναίκες και παιδιά από την Ιταλία, το Μεξικό και άλλες χώρες, όμως η εξέγερση αυτή ήταν μία από τις πολλές που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν. Στις εξεγέρσεις αυτές, Γερμανοί συνδικαλιστές και ριζοσπάστες, Ιρλανδοί ανθρακωρύχοι, Ρώσοι και Πολωνοί εργάτες στη βιομηχανία χάλυβα, Εβραίες πωλήτριες και άλλοι πολλοί μετανάστες τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν, καθώς βρίσκονταν σε μια χώρα που ήθελε τα εργατικά τους χέρια αλλά όχι τους ίδιους.
Η βία εναντίον των Ελλήνων στις Η.Π.Α. για καλή μας τύχη υπήρξε σύντομη συγκριτικά με τα χρόνια τρομοκρατίας και διακρίσεων που έζησαν οι Ιρλανδοί ή οι Κινέζοι, και ιδιαίτερα οι Αφρικανοί που μεταφέρθηκαν σε αυτή τη χώρα αλυσοδεμένοι και των οποίων οι απόγονοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τον ρατσισμό παρά την εκλογή Αφροαμερικανού προέδρου και παρά τη διάκρισή τους σε όλους τους τομείς. Ωστόσο, ακόμα κι εδώ, οι Έλληνες είδαν τα μαγαζιά τους να καταστρέφονται, τα παιδιά τους να γίνονται αντικείμενο χλευασμού. Το 1909, ομάδα ρατσιστών έκαψε ολοσχερώς μια ολόκληρη σειρά ελληνικών μαγαζιών και εστιατορίων στην Ομάχα της Νεμπράσκα. Στις πόλεις της Γιούτα όπου εγκαταστάθηκαν οι παππούδες μου, μέλη της Κου Κλουξ Κλαν έκαναν πορείες διαμαρτυρίας κατά των Ελλήνων και άλλων μεταναστών. Οι γονείς μου θυμούνταν πολύ καλά εκείνες τις πορείες καθώς και τους σταυρούς που καίγονταν στις πλαγιές των λόφων.
Η Αμερική στην οποία ήρθαν οι παππούδες μου πριν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο είναι διαφορετική από τη σημερινή Αμερική. Πόλεις που κατοικούνταν αποκλειστικά από Αγγλοσάξονες, τώρα κατοικούνται από ισπανόφωνους. Πόλεις που απαγόρευαν την εγκατάσταση Ασιατών, τώρα έχουν Αμερικανοασιάτες δημάρχους. Στην πολιτεία μου, την Καλιφόρνια, σε λίγα χρόνια οι λευκοί θα είναι μειοψηφία. Δεν πρόκειται για τραγωδία όμως. Είναι ιστορία και κανείς δεν μπορεί να βάλει φρένο στην ιστορία. Στο μέλλον η Ελλάδα μπορεί να είναι λιγότερο ελληνική, περισσότερο πολυεθνοτική, και ακριβώς γι’ αυτό πιο ενδιαφέρουσα. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα ίσως αρχίσουν να μοιάζουν με εκείνες τις πολυεθνοτικές, πολυγλωσσικές πόλεις της Ελληνιστικής ή της Βυζαντινής Εποχής. Άραγε θα είναι καλύτερα έτσι ή χειρότερα; Τέτοιες κατηγοριοποιήσεις μοιάζουν σχεδόν ασήμαντες. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα θα είναι ο εαυτός τους.
Ας επανέλθουμε τώρα στη Χρυσή Αυγή. Αναρωτιέται κανείς τι ελπίζει να κερδίσει στη Νέα Υόρκη. Στήριξη; Τη δική μου πάντως δεν θα την έχει, ούτε πρόκειται να πάρει λεφτά απ’ όσους Ελληνοαμερικανούς ξέρουν ιστορία. Ο ξυλοδαρμός ενός Πακιστανού ή ενός Κονγκολέζου στους δρόμους της Αθήνας εκφράζει μόνο την οργή και την ανικανότητα ανθρώπων που πρέπει να καταλάβουν ότι δεν έχουν να προτείνουν καμία λύση για την οικονομική και πολιτική κρίση της Ελλάδας. Πρέπει να καταλάβουν ότι οι μετανάστες δεν ήρθαν στην Ελλάδα για να πάρουν τις δουλειές από τους Έλληνες, τη στιγμή που δεν υπάρχουν καν δουλειές, αλλά ούτε και για να ζητήσουν ελεημοσύνη, τη στιγμή που δεν υπάρχουν καν αποθέματα ελεημοσύνης.
Η Ελλάδα είναι απλώς ένα σημείο στον χάρτη που βιώνει τη μετακίνηση ολόκληρων πληθυσμών σε παγκόσμια κλίμακα, λόγω πολέμου, φτώχειας, βίας, ξηρασίας και άλλων συνθηκών που αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε και που ίσως ποτέ δεν θα γνωρίσουμε. Οπωσδήποτε η συρροή απελπισμένων μεταναστών στην Ελλάδα αποτελεί ένα πρόβλημα το οποίο η χώρα ούτε προκάλεσε αλλά ούτε και έχει τη δυνατότητα να λύσει μόνη της. Αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα και χρειάζεται μαχητικότητα σε παγκόσμια κλίμακα ώστε να λυθεί με δίκαιο και συμπονετικό τρόπο. Δεν θα λυθεί ούτε από μεμονωμένες ομάδες ούτε από συγκεντρώσεις μηχανόβιων τραμπούκων».