Η βαθιά φωνή της Ουμ Καλσούμ «διαπερνά» σε κάθε κορύφωσή της τα σύννεφα καπνού από το ναργιλέ που αρειμανίως καπνίζει νεαρός θαμώνας όσο η «ιέρεια» της αραβικής μουσικής εξιστορεί το δικό της… «μυστικό της αγάπης» (Sirat al Hub, ένα από τα πλέον γνωστά τραγούδια της). Στο διπλανό τραπέζι, άρωμα δυόσμου και μέντας αναδύεται από τα πολύχρωμα ποτηράκια τσαγιού που «στριμώχνονται» ανάμεσα σε πιάτα γεμάτα με χούμους και μπαμπαγανούς (η ανατολίτικη… εκδοχή της μελιτζανοσαλάτας) και πανέρια με αραβικές πίτες. Το σκηνικό, αν και θα μπορούσε να παραπέμπει σε κάποιο καφέ της Μέσης Ανατολής, διαδραματίζεται στο καφέ- μπαρ που άνοιξαν ο Μαχμούντ από τη Συρία και ο Άλι από την Αλγερία, στη Θεσσαλονίκη.
Ο 28χρονος Μαχμούντ, πρόσφυγας από τη Συρία και ο 42χρονος Αλγερινός Άλι, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα πριν από μια δεκαετία, αποφάσισαν να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση κάνοντας ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους. «Ήθελα να βάλω καλές βάσεις για το μέλλον μου στην Ελλάδα. Θα μπορούσα να είχα πάει στη Γερμανία αλλά δεν ήθελα. Προτίμησα να μείνω εδώ. Μου αρέσει η Θεσσαλονίκη. Μου θυμίζει τη Δαμασκό», λέει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Μαχμούντ, ο οποίος χρειάστηκε να διανύσει μια μακρά διαδρομή προτού τα βήματα της ζωής του τον οδηγήσουν στην οδό Ολύμπου 59, όπου στεγάζεται το καφέ.
Από τη Δαμασκό στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί, ύστερα από πέντε μήνες, στη Λέσβο (τον Μάρτιο του 2016). Τρεις μέρες στο νησί, άλλες τρεις στη Δράμα και μετά, παρασυρόμενος κι αυτός από τις φήμες για… «ανοιχτά σύνορα», στην Ειδομένη. Όσα είδε εκεί δεν του άρεσαν, όπως χαρακτηριστικά λέει, και αποφάσισε να έρθει στη Θεσσαλονίκη. Έμεινε λίγο καιρό στο ξενοδοχείο, αλλά τα χρήματα που είχε τελείωσαν γρήγορα και «μετακόμισε» στον άτυπο καταυλισμό που είχε στηθεί στο γνωστό, την περίοδο της κορύφωσης της προσφυγικής κρίσης, βενζινάδικο που βρίσκεται σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την Ειδομένη. Τελευταίος «σταθμός» -και χρονικά μεγαλύτερος- ήταν το κέντρο φιλοξενίας της «Softex». Εκεί, υπό τη σκέπη της μη κυβερνητικής οργάνωσης InterVolve, μαζί με άλλους πρόσφυγες συγκρότησαν μια μικρή ομάδα ξυλουργών φτιάχνοντας ό,τι μπορούσε να διευκολύνει την καθημερινότητα των προσφύγων που φιλοξενούνταν στη δομή και κυρίως των παιδιών.
Σήμερα, ο Μαχμούντ, ο οποίος σπούδασε στην πατρίδα του μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, ατενίζει με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον και πίσω από τον πάγκο του καφέ που με μεράκι και πολλή αγάπη έφτιαξαν μαζί με τον Άλι, επιμελούμενοι την κάθε λεπτομέρεια, κάνει όνειρα για τη στιγμή που θα μπορέσει να συναντήσει την οικογένειά του, που δεν έχει δει εδώ και πεντέμισι χρόνια. Προς το παρόν, ωστόσο, έχει βάλει στόχο να κερδίσει το «στοίχημα» της καλής λειτουργίας τού καφέ και της προσφοράς σε άλλους ανθρώπους -κυρίως σε γυναίκες πρόσφυγες που ταξιδεύουν μόνες ή με τα παιδιά τους- που δοκιμάζονται στον μακρύ δρόμο της προσφυγιάς.
Η προσφορά στον συνάνθρωπο είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής και του Άλι, του «μεγαλύτερου και παλαιότερου» -σε όρους χρόνου παραμονής στην Ελλάδα-Άλι. Δέκα χρόνια στη χώρα μας αλλά μόλις ενάμιση στη Θεσσαλονίκη, ο 42χρονος Αλγερινός προσέφερε -και συνεχίζει να προσφέρει- βοήθεια σε πρόσφυγες ενώ από τότε που άνοιξε το καφέ (την 1η Σεπτέμβρη) αφιερώνει εκεί τον περισσότερο χρόνο της ημέρας του.
Έχοντας πτυχίο πετροχημικού από την πατρίδα του, ο Άλι σπούδασε βιολογία στην Κρήτη, η οποία κατέχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του- ιδιαίτερα οι ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες, όπως λέει, του θυμίζουν τη γιαγιά του που τον μεγάλωσε-, ενώ ασχολείται και με τη ζωγραφική έχοντας, μάλιστα, παρουσιάσει σε εκθέσεις τα έργα του.
Στο φιλόξενο καφέ τους, ο Άλι και ο Μαχμούντ σερβίρουν καφέ, τσάι, λογής- λογής εδέσματα και ξεχωριστά αρώματα ναργιλέ, αλλά κυρίως… αγάπη γι΄ αυτό που κάνουν και για την κουλτούρα που «κουβαλάνε» ως άλλη πολύτιμη «προίκα» από τις πατρίδες τους. Άλλωστε, πιστεύουν ακράδαντα πως μόνο με την όσμωση και την αλληλεπίδραση μπορούν οι άνθρωποι από όποια φυλή, θρησκεία ή πατρίδα να έρθουν κοντά και να καταλάβουν καλύτερα ο ένας τον άλλον. Όσο για τους Έλληνες και τους συμπατριώτες τους στις χώρες καταγωγής τους; «Έχουν πολλά κοινά», λένε με μια φωνή!
Φωτογραφία αρχείου