Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε σήμερα ότι ο αιτών άσυλο σε χώρα μέλος της ΕΕ μπορεί, βάσει του εθνικού δικαίου, να παραμείνει υπό κράτηση με σκοπό την απομάκρυνσή του λόγω παράνομης διαμονής, αν η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής.
Παράλληλα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισημαίνει ωστόσο ότι οι εθνικές αρχές πρέπει να εξετάζουν κατά περίπτωση αν τούτο ισχύει και αν είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο για να αποφευχθεί η οριστική αποφυγή της επιστροφής του.
Αναλυτικά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η «οδηγία περί επιστροφής» προβλέπει κοινούς κανόνες και διαδικασίες εφαρμοστέες στα κράτη μέλη της ΕΕ για την απομάκρυνση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφός τους. Οι υπήκοοι αυτοί μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να τίθενται υπό κράτηση για μία περίοδο η οποία δεν μπορεί, κατά γενικό κανόνα, να υπερβαίνει το εξάμηνο για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνσή τους.
Η υπόθεση αυτή έφθασε στο Ευρωδικαστήριο με αφορμή τη σύλληψη και κράτηση ενός Τούρκου υπηκόου, του Μ. Αρσλάν, από την τσεχική αστυνομία λόγω παράνομης διαμονής.
Με την εκδοθείσα σήμερα απόφασή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπιστώνει, καταρχάς, ότι ο αιτών άσυλο έχει το δικαίωμα να παραμείνει στο έδαφος του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για την εξέταση της αιτήσεώς του, τουλάχιστον έως ότου η αίτησή του αυτή απορριφθεί σε πρώτο βαθμό. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρείται, κατά την περίοδο αυτή, ότι διαμένει παρανόμως εντός του κράτους αυτού.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν μάλιστα να διευρύνουν το δικαίωμα αυτό, επιτρέποντας στους αιτούντες άσυλο να παραμείνουν στο έδαφος τους μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αιτήσεώς τους.