«Η Ίμβρος, δι’ ημάς τα γνήσια τέκνα της, δεν είναι μόνον νησί. Είναι και ιδέα! Και την ιδέαν κανείς δεν μπορεί ούτε να μας τη στερήσει, ούτε να μας τη διαστρέψει, ούτε επ’ ελάχιστον να μας την αλλάξει […] Ζει εις τις καρδιές μας και εις τα βάθη της ψυχής μας», είχε πει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος εγκαινιάζοντας, πριν από περίπου μία διετία, το οικολογικό πάρκο στους Αγίους Θεοδώρους, τη γενέτειρά του. Εκεί που, σε λίγο καιρό, θα ακουστεί και πάλι – ύστερα από 49 χρόνια – το πρώτο κουδούνι σε ελληνορθόδοξο σχολείο και η αυλή του θα γεμίσει με παιδικές φωνές που μιλούν τη γλώσσα του Ομήρου.
Ήταν το 1964, όταν ακούστηκε για τελευταία φορά κουδούνι στα ελληνορθόδοξα σχολειά της Ίμβρου – που τότε μετρούσαν περί τα 550 παιδιά – και μόλις πριν από τρεις ημέρες, όταν ο υπουργός Παιδείας της Τουρκίας Ναμπί Αβτζί ανακοίνωσε την έγκριση της άδειας λειτουργίας ελληνορθόδοξου δημοτικού σχολείου στην Ίμβρο.
«Εκλαμβάνουμε αυτή την εξέλιξη ως ένα θετικό μήνυμα. Σαν να μας λένε σας θέλουμε πίσω», δήλωσε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Ιμβρίων Πάρις Ασανάκης, ο οποίος βρέθηκε το Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να συμμετάσχει σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Ιμβριακή Ένωση Μακεδονίας – Θράκης, με θέμα: «Δικαιώματα της Ελληνορθόδοξης Μειονότητας Ίμβρου και Τενέδου».
«Οι μόνιμοι κάτοικοι της κοινότητας, που ζουν στο νησί από έξι μήνες και πάνω, είναι γύρω στα 370 άτομα. Τριακόσια είχαμε το 1993. Από αυτά εν ζωή βρίσκονται μόλις τα 70. Τα υπόλοιπα 300 (από το σύνολο των σημερινών κατοίκων) είναι άτομα που επαναπατρίστηκαν την τελευταία 15ετία και φιλοδοξούμε ο αριθμός αυτός να αυξηθεί τώρα, με τη λειτουργία του σχολείου, που δίνει τη δυνατότητα και σε ανθρώπους που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία να εγκατασταθούν εκεί με τις οικογένειές τους», εξηγεί ο κ. Ασανάκης.
«Η έγκριση της λειτουργίας μιας ελληνορθόδοξης ιδιωτικής μειονοτικής αστικής σχολής στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι, τη γενέτειρα του Οικουμενικού μας Πατριάρχη, είναι μία πολύ θετική εξέλιξη που συγκινεί όλους τους Ιμβρίους, απανταχού της γης και μας εμπνέει να ατενίζουμε ένα μέλλον στον τόπο μας. Αποτελεί επίσης και δικαίωση τς πολυετούς σχετικής προσπάθειας του ίδιου του Οικουμενικού Πατριάρχη και των Ιμβριακών σωματείων. Η άρση της απαράδεκτης απαγόρευσης του δικαιώματος εκπαίδευσης στη μητρική μας γλώσσα, την ελληνική – η οποία ίσχυε μόνο στην Ίμβρο – είναι μία πολύ σωστή απόφαση που μας δίνει ελπίδα για το μέλλον. Και αυτό επειδή αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την επανεγκατάσταση στο νησί οικογενειών Ιμβρίων με παιδιά», αναφέρεται σχετικά σε κοινή ανακοίνωση του Συλλόγου Ιμβρίων και της Ιμβριακής Ένωσης Μακεδονίας – Θράκης.
«Είναι πολύ μεγάλη η σημειολογική αξία της αδειοδότησης αυτής που συνιστά και το πρώτο έμπρακτο διοικητικό μέτρο για τη βελτίωση της κατάστασης της ελληνικής μειονότητας της Ίμβρου. Συνεπώς, χαιρετίζουμε την απόφαση των τουρκικών αρχών, οι οποίες είχαν την παρρησία να διορθώσουν ένα τραγικό λάθος του παρελθόντος», προστίθεται.
Στους πρωτεργάτες αυτής της προσπάθειας συγκαταλέγεται και ο Λάκης Βίγκας, εκπρόσωπος των Ρωμέικων Κοινοτικών Ιδρυμάτων στη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων της Τουρκίας, ο οποίος παρέστη στην εκδήλωση κι άκουσε από τον πρόεδρο της Ιμβριακής Ένωσης Μακεδονίας – Θράκης Παύλο Σταματίδη ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για την αταλάντευτη και πολυεπίπεδη στήριξη που παρείχε στους Ιμβριακούς φορείς στην υπόθεση αυτή.
Συγχαρητήρια δόθηκαν και στην ιδρύτρια της νέας Αστικής Σχολής Άννα Κουστομάλλη όπως και τη διευθύντρια Βούλα Μπερμπέρη, «δύο Ίμβριες, οι οποίες δεν δίστασαν να αναλάβουν τη βαριά ευθύνη χωρίς να πτοηθούν από τις όποιες αντιξοότητες».
Πώς φτάσαμε στο 1964
Στις 4 Οκτωβρίου του 1923, ο διοικητής της Ίμβρου Ιωάννης Παπουτσιδάκης παραδίδει το νησί στις τουρκικές αρχές μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης.
Κατά την περίοδο της υπογραφής της Συνθήκης, όπως αναφέρει σε μελέτη της για τη «μειονοτική εκπαίδευση στην Ίμβρο από το 1923 ως το 1964» η Πεφκούλα Στάγια, δασκάλα – μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), λειτουργούσαν πέντε δημοτικά σχολεία – στο Σχοινούδι, το Γλυκύ, τα Αγρίδια, την Παναγία και το Ευλάμπιο, καθώς και η Κεντρική Σχολή στην Παναγία, ημιγυμνάσιο στο οποίο φοιτούσαν μαθητές από όλα τα χωριά του νησιού και όπου διδάσκονταν αρχαία και νέα ελληνικά, θρησκευτικά, μαθηματικά, ελληνική ιστορία, φυσική ιστορία, φυσική πειραματική, χημεία, γεωγραφία και λατινικά.
Όλα τα σχολικά κτίρια του νησιού, όπως τονίζεται, είχαν χτιστεί στις αρχές του 20ού αιώνα, με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από δωρεές ομογενών και παροχή ξυλείας από το Άγιο Όρος, ενώ τα έξοδα λειτουργίας τους καλύπτονταν από τη φορολόγηση της εντόπιας παραγωγής, κυρίως του λαδιού.
«Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η τουρκική αρχή απαίτησε την άμεση επισκευή των σχολικών κτιρίων σε όλα τα χωριά του νησιού μέσα σε ορισθέν χρονικό διάστημα και εάν αυτό δεν συνέβαινε, τα κτίρια θα κρατικοποιούνταν. Τα σχολεία της Παναγίας, που είναι η πρωτεύουσα του νησιού, καθώς και του Ευλαμπίου δεν επισκευάστηκαν έγκαιρα με αποτέλεσμα το μεν πρώτο να κρατικοποιηθεί και το δεύτερο να κλείσει εντελώς. Η μη εμπρόθεσμη επισκευή ήταν πρόφαση της νέας αρχής για να οικειοποιηθεί, παρά τις αντίθετες ρητές διατάξεις της Συνθήκης, το σχολικό κτίριο της Παναγίας προκειμένου να μπορεί να λειτουργήσει εκεί άμεσα η κρατική σχολή για τα παιδιά των Τούρκων υπαλλήλων που εστάλησαν και εγκαταστάθηκαν εκεί. Μετά τη νέα κατάσταση επετράπη να διδάσκονται στην ελληνική γλώσσα τα εξής μαθήματα: ανάγνωση, μία ώρα την ημέρα, αριθμητική, δύο ώρες την εβδομάδα και θρησκευτικά, μία ώρα την εβδομάδα, ενώ στο δημοτικό σχολείο της Παναγίας επετράπη κατ’ εξαίρεση η διδασκαλία της ελληνικής στα ελληνόπουλα μία ώρα την εβδομάδα εντός του σχολικού χώρου, αλλά εκτός του σχολικού προγράμματος», αναφέρεται στη μελέτη.
Ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης και συγκεκριμένα στις 20 Νοεμβρίου 19276, η τουρκική κυβέρνηση προέβη σε κλείσιμο της Κεντρικής Σχολής της Ίμβρου θεσπίζοντας, ταυτόχρονα, τον «περί Νήσων» νόμο (Adalar Kanunu), το άρθρο 14 το οποίου καθιστά υποχρεωτική την εξ’ ολοκλήρου εκπαίδευση στην τουρκική.
Ωστόσο, το άρθρο αυτό τέθηκε σε ισχύ τελικά μόνο για το σχολείο της Παναγίας, ενώ για τα υπόλοιπα σχολεία διαμορφώθηκε άτυπα ένα ιδιόμορφο εκπαιδευτικό καθεστώς: κάποια μαθήματα διδάσκονταν στην ελληνική, ενώ διδάσκονταν στην τουρκική η γεωγραφία, η ιστορία και η πατριδογνωσία.
Επιβλήθηκε επίσης η τουρκική στην έκδοση των μαθητολογίων, των ενδεικτικών και των απολυτηρίων και αποφασίστηκε η απομάκρυνση των ελληνικής καταγωγής διευθυντών των σχολείων, οι οποίοι περιορίστηκαν στα διδακτικά τους καθήκοντα, ενώ τόσο οι δάσκαλοι της ελληνικής όσο και της τουρκικής – εκτός από τους διευθυντές – μισθοδοτούνταν αποκλειστικά από τα κοινοτικά ταμεία.
Το 1945, ο νομάρχης Τσανάκαλε έστειλε έγγραφη διαταγή, με την οποία απαγόρευε εντελώς τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας και επέβαλε την αποκλειστική διδασκαλία της επίσημης τουρκικής. Ωστόσο, μετά τα απανωτά διαβήματα των κοινοταρχών, η διαταγή εκείνη δεν εφαρμόστηκε.
Τον Μάιο του 1950 ανεβαίνει στην εξουσία το Δημοκρατικό Κόμμα και σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, την 5η Φεβρουαρίου 1951, ψηφίστηκε από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκικής Δημοκρατίας ο ειδικός νόμος που έφερνε την κατάργηση του 14ου άρθρου του νόμου 1151/1927.
Με βάση τον συγκεκριμένο νόμο, ιδρύθηκε εξατάξιο μειονοτικό σχολείο στην Παναγία, όπως επίσης και στην Τένεδο, και εκδόθηκαν νέες άδειες λειτουργίας των υφιστάμενων τεσσάρων σχολείων της Ίμβρου, τα οποία και αναβαθμίστηκαν σε εξατάξια.
«Με τις εκάστοτε διακυμάνσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τα μέτρα σκλήραιναν ή χαλάρωναν κατά καιρούς – ανάλογα με το τι γινόταν. Έτσι κυλά η διαδικασία ως το 1951. Τότε, με τη θεαματική βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών βγαίνει ένας νόμος στην τουρκική βουλή που αναστέλλει την εφαρμογή του άρθρου 14 του νόμου του 1927 για την εκπαίδευση στην Ίμβρο και την Τένεδο.
Αυτό ανοίγει τον δρόμο για να αναπαλαιωθούν, να αναστηλωθούν κτίρια σε όλα τα χωριά της Ίμβρου. Με σχολεία πολύ υψηλών προδιαγραφών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1964, τη χρονιά που απαγορεύεται εκ νέου η εκπαίδευση, είχαν αναγερθεί σε κάθε χωριό μέχρι και νηπιαγωγεία. Και μάλιστα νηπιαγωγεία που είχε αναλάβει ο αρχιτέκτων ο Αριστείδης Πασαδαίος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ανέφερε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Ασανάκης.
Όντως, το 1964, 38 βουλευτές καταθέτουν πρόταση στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση για την κατάργηση της υπάρχουσας εκπαιδευτικής κατάστασης στην Ίμβρο και την Τένεδο και την επαναφορά του νόμου του 1927 «διά να αποκτήσουν οι κάτοικοι των δύο αυτών νήσων σχολάς υψηλού επιπέδου υπό τον έλεγχον του Υπουργείου Παιδείας».
Η πρόταση, που προέβλεπε ότι «η εκπαίδευσις εις τας σχολάς Ίμβρου και Τενέδου γίνεται τουρκιστί και είναι γενική, δωρεάν και λαϊκή», έγινε αποδεκτή από την ολομέλεια της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης την 30η Ιουνίου 1964 «διά βοής, άνευ ουδεμίας αντιδράσεως».
Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε την 23η Ιουλίου 1964 αναγκάζοντας τα ελληνορθόδοξα σχολεία της Ίμβρου να κλείσουν ερμητικά τις πόρτες τους για σχεδόν μισό αιώνα…