Δεν αγόραζε ακριβά. Δεν ήξερε για το σπίτι στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ούτε για τα χρήματα ήξερε. Ο άντρας της ήταν πλούσιος και πριν το γάμο τους. Όπως άλλωστε και η οικογένειά του. Εκείνη έκανε απλώς ΄,τι έβλεπε να κάνουν και οι άλλες κυρίες της της «τάξης» της. Η Βίκυ Σταμάτη-Τσοχατζοπούλου, όπως περιγράφει τον εαυτό της στο υπόμνημα που κατέθεσε ενώπιον του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ζητώντας την αντικατάσταση της κράτησής της με περιοριστικούς όρους, λέει πολλά «δεν ήξερα» και άλλα τόσα «δεν ρώτησα».
Στο υπόμνημα που δημοσιεύει η Real News, η Βίκυ Σταμάτη αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Οι αγορές στις οποίες προέβαινα είναι συγκρίσιμες με τις αγορές κυριών της κοινωνικής και οικονομικής μου τάξης, είτε από το χώρο της πολιτικής είτε από το χώρο της δημοσιογραφίας είτε του θεάματος.
Είναι αγορές που έκανα με τη χρήση πιστωτικής κάρτας, την οποία μου είχε χορηγήσει ο σύζυγός μου, με αποτέλεσμα οι αγορές αυτές να εξοφλούνται σε μεταγενέστερο χρόνο. […] Μου αποδίδουν αγορές ακριβών αντικειμένων που ουδέποτε αγόρασα διότι οι υποτιθέμενες αποδείξεις αγοράς ήταν στην πραγματικότητα προσφορές που λάμβανα από διάφορα καταστήματα».
Η Βίκυ Σταμάτη υποστηρίζει ότι στην κοινωνική της «τάξη» οι σύζυγοι των υπουργών είναι γνωστές στα καταστήματα με το μικρό τους όνομα, κάνουν εξωτικά ταξίδια, αγοράζουν νεοκλασικά σπίτια με θέα την Ακρόπολη και δεν ρωτούν ποτέ τους άνδρες τους, πού βρήκαν τα λεφτά.
Επίσης η ίδια ξεκαθαρίζει ότι ποτέ, στη διάρκεια της σχέσης ή του γάμου της, δεν ρώτησε τον Α. Τσοχατζόπουλο για την πολιτική του δραστηριότητα, ή για λεπτομέρειες που είχαν να κάνουν με τα ζητήματα της αρμοδιότητάς του.
Μάλιστα λέει: «Στη διάρκεια του γάμου μου, ο σύζυγός μου κυριαρχικά αποφάσιζε για τα θέματα του συζυγικού βίου ενώ εγώ ακολουθούσα τις υποδείξεις του, έχοντας απεριόριστη εμπιστοσύνη στις ικανότητες, τη γνώση και τη σοφία του».
Ένα πολύ μεγάλο μέρος του υπομνήματος αφορά στην έκθεση των ψυχολογικών προβλημάτων που προκάλεσε ο εγκλεισμός της τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί της.
Όπως δηλώνει, έφθασε στο σημείο να κάνει «αυτοκαταστροφικές σκέψεις και πράξεις», ενώ καταγγέλλει ότι το παιδί της που ζει με τους γονείς της, παρουσιάζει προβλήματα συμπεριφοράς.
Τελικά, υποστηρίζει πως είναι απλώς μία αδικημένη γυναίκα και μητέρα, που «στερήθηκε την ελευθερία της και οδηγήθηκε σιδηροδέσμια στη φυλακή».