Οι οδοί Ομηρίδου Σκυλίτση και Αλιπέδου είναι, στο μυαλό των Πειραιωτών, ταυτισμένες με το κυκλοφοριακό. Πρόκειται για δύο δρόμους περιορισμένης δυναμικότητας, που εξυπηρετούν τη σύνδεση των δυτικών προαστίων με την παραλιακή και την Αθήνα, με αποτέλεσμα να «μποτιλιάρουν».
Τώρα το υπουργείο Ανάπτυξης και Υποδομών διερευνά κατά πόσο είναι εφικτό και σκόπιμο να υπογειοποιήσει ένα τμήμα τους, ή ακόμα και να τις επεκτείνει υπογείως κατά 4-5 χιλιόμετρα.
Στα τέλη του προηγούμενου έτους λοιπόν το υπουργείο Ανάπτυξης και Υποδομών ενέταξε στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ενίσχυση της Προσπελασιμότητας» την προκήρυξη μελέτης για τη διερεύνηση της δυνατότητας και σκοπιμότητας υπογειοποίησης των δύο οδών με προϋπολογισμό 147.600 ευρώ.
Όπως αναφέρει η Καθημερινή, ο ανάδοχος της μελέτης καλείται να εξετάσει τις δυνατές εναλλακτικές λύσεις για το έργο, ώστε να εξασφαλίζονται τόσο η δυνατότητα υπογειοποίησης των οδών Ομηρίδου Σκυλίτση και Αλιπέδου, υπό την παρούσα τους μορφή και λειτουργία όσο και η διοχέτευση της διαμπερούς κίνησης προς Αγιο Διονύσιο και εντεύθεν προς Σχιστό-Σκαραμαγκά.
Και παράλληλα να εξασφαλίζονται οι κατάλληλες συνδέσεις του οδικού έργου με το λιμάνι και με την πόλη του Πειραιά.
Πώς σκέφτεται λοιπόν το υπουργείο ότι θα μπορούσαν να υπογειοποιηθούν η Ομηρίδου Σκυλίτση και η Αλιπέδου;
Η αρχική εκτίμηση, όπως διατυπώνεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού για τη μελέτη είναι η εξής: ένας δρόμος με 2 λωρίδες (συν λωρίδα έκτακτης ανάγκης) ανά κατεύθυνση, μήκους περίπου 1 χλμ., που υπογειοποιείται από τις γραμμές του ΗΣΑΠ μέχρι την πλατεία Ιπποδαμείας και στη συνέχεια χωρίζεται σε δύο κλάδους: το ένα τμήμα (λ.χ. υπό την οδό Δημ. Γούναρη) μέχρι το κρηπίδωμα στην Ακτή Μιαούλη και σε ένα άλλο τμήμα (λ.χ. υπό την οδό Κόνωνος περίπου) μέχρι το μέσο περίπου της Ακτής Κονδύλη (ήτοι 1,5 – 2 χλμ. πρόσθετου υπόγειου έργου).
Και επιφανειακά στη συνέχεια μέχρι τον Αγιο Διονύσιο (συνολικά 5-6 χλμ. υπογείων έργων).
Οι οδηγοί, πάντως, καλό θα ήταν… να μην ονειρεύονται ακόμα τον υπογειοποιημένο δρόμο, καθώς για να δημοπρατηθεί η κατασκευή του θα πρέπει πρώτα να αποδειχθεί (από τη συγκεκριμένη μελέτη) ότι είναι εφικτό και σκόπιμο να γίνει, ώστε στη συνέχεια να μελετηθεί επισταμένως.