Στο στόχαστρο των υγειονομικών αρχών της Θεσσαλονίκης μπαίνουν τα κρούσματα φυματίωσης που καταγράφηκαν τον τελευταίο ενάμιση μήνα.

Σε σύσκεψη που συγκαλούν αύριο στελέχη του ΚΕΕΛΠΝΟ και της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας θα αξιολογήσουν την κατάσταση, μετά και τα κρούσματα φυματίωσης σε έναν εργαζόμενο και πέντε νήπια στον παιδικό σταθμό «Μέγας Αλέξανδρος» του δήμου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με δημοσίευμα του «Αγγελιοφόρου».

Το θέμα έφερε στη δημοσιότητα η παράταξη της μείζονος αντιπολίτευσης στο δήμο Θεσσαλονίκης. Κατά την προχτεσινή συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, ο επικεφαλής της παράταξης Κώστας Γκιουλέκας ζήτησε να ενημερωθεί για τα κρούσματα φυματίωσης σε παιδικό σταθμό του δήμου, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να κατανοήσει τη μυστικότητα της διοίκησης γύρω από ένα τόσο σοβαρό θέμα.

«Αυτοί που έπρεπε να ενημερωθούν, ενημερώθηκαν άμεσα. Είναι κρίμα να παίζουμε παιχνίδια και να προκαλούμε πανικό για λόγους μικροπολιτικής», απάντησε η διοίκηση του δήμου, ενώ σε χτεσινή ανακοίνωση, καταγράφονται ένα προς ένα τα βήματα που ακολουθήθηκαν από την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος.

«Ο δήμος Θεσσαλονίκης αφού ενημερώθηκε για την εμφάνιση κρούσματος φυματίωσης σε δημοτικό παιδικό σταθμό, επικοινώνησε με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και το Αντιφυματικό Κέντρο. Στη συνέχεια ενημερώθηκαν εγγράφως από την παιδίατρο του σταθμού όλοι οι γονείς. Προγραμματίστηκε ο έλεγχος Mantoux (μαντού) σε όλα τα παιδιά και τους εργαζομένους του σταθμού και υλοποιήθηκε, κατόπιν υπόδειξης του Αντιφυματικού Κέντρου, στις 26 Ιουνίου 2012», τονίζεται. Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με την ανακοίνωση του δήμου, στις 27 Ιουνίου 2012 έγινε ενημέρωση των γονέων, στο χώρο του παιδικού σταθμού, από λοιμωξιολόγο του Ιπποκράτειου νοσοκομείου. «Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας, για όσα από τα παιδιά το αποτέλεσμα του μαντού θα ήταν θετικό, υποδείχθηκε η παρακολούθησή τους από τους θεράποντες ιατρούς τους για τη λήψη ανάλογης θεραπευτικής αγωγής», προστίθεται στην ανακοίνωση.

Κινητοποίηση

Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, αμέσως μετά τον εντοπισμό των κρουσμάτων, δόθηκαν οδηγίες εξετάσεων στους εργαζομένους και στους γονείς των παιδιών, προκειμένου να βρεθεί η αιτία των κρουσμάτων.

Όπως εκτιμάται, το πιο πιθανό είναι η νόσος να μεταδόθηκε από εργαζόμενο ο οποίος παρουσίασε συμπτώματα φυματίωσης πριν από περίπου ενάμιση μήνα και δεν έχει επιστρέψει στην εργασία του. Οι ειδικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να μετέδωσε την ασθένεια στα παιδιά προτού ο ίδιος εκδηλώσει συμπτώματα. Σε κάθε περίπτωση, το Σεπτέμβριο έχει προγραμματιστεί επανεξέταση τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων. Οπως ανέφεραν στην εφημερίδα εκπρόσωποι της διεύθυνσης, δεν κρίθηκε απαραίτητο να γίνει απολύμανση στους χώρους του σταθμού, ενώ το σενάριο κλεισίματός του απορρίφθηκε, αφού οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι η μετάδοση μεταξύ των νηπίων δεν είναι δυνατή.

Για τρεις μήνες

Σύμφωνα με τους ειδικούς πνευμονολόγους, παιδιάτρους και λοιμωξιολόγους, μετά την εκδήλωση των κρουσμάτων στον παιδικό σταθμό, γίνονται έλεγχοι σε όλο το προσωπικό του και στο σύνολο των παιδιών ώστε να διαπιστωθεί αν και σε ποιους μεταδόθηκε η αρρώστια ή το μικρόβιο.

«Ακόμη και αν βρούμε κάποιους με θετικές μαντού, αυτό δε σημαίνει κάτι από μόνο του. Όσοι βρέθηκαν με αρνητική μαντού θα επανεξεταστούν και αυτοί σε τρεις μήνες. Είναι πρώιμο να βγάλουμε συμπεράσματα», επισήμανε στην εφημερίδα ο Γιάννης Κιουμής, επίκουρος καθηγητής Πνευμονολογίας και Λοιμωξιολογίας και πρόεδρος της Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων στο «Γ. Παπανικολάου», όπου λειτουργεί και το Αντιφυματικό Κέντρο.

Σύσκεψη

Ειδικό επιστημονικό προσωπικό του ΚΕΕΛΠΝΟ και στελέχη της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας θα αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα των μέτρων και θα επανεξετάσουν την κατάσταση στη σύσκεψη που θα γίνει αύριο το πρωί.

Ένα από τα ζητήματα που απασχολεί τους αρμοδίους είναι αν θα πρέπει οι εργαζόμενοι στους παιδικούς σταθμούς να υποβάλλονται συχνότερα, και όχι κάθε διετία, σε προληπτικές εξετάσεις. Το προσωπικό των παιδικών σταθμών υποχρεούται να υποβάλλεται σε ακτινογραφία θώρακος και εξέταση μαντού ανά δύο χρόνια, κάτι που ίσως αναθεωρηθεί, μετά την ανησυχία που έχουν προκαλέσει τα αυξημένα περιστατικά.

Στην περίπτωση που κάποιος έχει θετικό αποτέλεσμα στην εξέταση μαντού, τότε η διαδικασία που ακολουθείται είναι η παραπομπή του σε πνευμονολόγο. Ο γιατρός θα αποφανθεί αν ο ασθενής είναι σε θέση να μεταδώσει τη νόσο, ενώ παράλληλα θα χορηγήσει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.