«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει και θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα στο προσφυγικό ζήτημα παρέχοντας οικονομική και τεχνική υποστήριξη. Οι προκλήσεις προς την Ελλάδα είναι κοινές μας προκλήσεις, είναι ευρωπαϊκές μας προκλήσεις», επισήμανε ο Ευρωπαίος επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας, Δημήτρης Αβραμόπουλος, κατά την επίσκεψή του σε διαμερίσματα φιλοξενίας προσφύγων στη Λιβαδειά καθώς και στο κέντρο φιλοξενίας στη Ριτσώνα.
Ο κ. Αβραμόπουλος, συνοδευόμενος από τον υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής, Δημήτρη Βίτσα, τη δήμαρχο Λιβαδειάς, Γιώτα Πούλου και τον επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστεία, Φιλίπ Λε Κλερκ, επισκέφθηκε διαμερίσματα όπου μένουν οικογένειες προσφύγων, συνομίλησε μαζί τους και τους διαβεβαίωσε ότι «θα έχουν τη στήριξή τους».
Ο κ. Αβραμόπουλος, στη συνέχεια, μεταβαίνοντας στη Ριτσώνα υπογράμμισε ότι «το πρόγραμμα παροχής ενοικιαζόμενων καταλυμάτων είναι αμοιβαία επωφελές για όσους ζητούν προστασία αλλά και για τις τοπικές κοινωνίες. Για τους πρόσφυγες και μετανάστες είναι ένας τρόπος να ενσωματωθούν καλύτερα κι αποτελεσματικότερα στην κοινωνία.
Για τις τοπικές κοινωνίες αυτό μεταφράζεται σε βοήθεια για τις τοπικές οικονομίες τα οικογενειακά καταστήματα και τους παρόχους υπηρεσιών. Θέλει τόλμη κι ευαισθησία από πλευράς δημάρχων να αντιμετωπίσουν τις φωνές λαϊκισμού και της ξενοφοβίας. Τους αξίζει δημόσιος έπαινος και, μέσω αυτών, κι ευχαριστίες για όλο τον ελληνικό λαό που έχει επιδείξει από την πρώτη στιγμή μία στάση ανθρωπιάς που εκφράζει στο ακέραιο τον ελληνικό και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό».
Ακόμη ο Ευρωπαίος επίτροπος σημείωσε ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέχει οικονομική και τεχνική υποστήριξη στην Ελλάδα καθώς έχουν διατεθεί συνολικά περισσότερα από 1,5 δισ. ευρώ. Το πρόγραμμα μετεγκατάστασης έκτακτης ανάγκης ολοκληρώθηκε στις 31 Μαρτίου. Στο πλαίσιο του προγράμματος μεταφέρθηκαν συνολικά 21.999 άτομα συμπεριλαμβανομένων 546 ασυνόδευτων ανηλίκων.
Η συνεργασία με τις ελληνικές αρχές ήταν εξαιρετική όπως επίσης κι η εκτέλεση των καθηκόντων τους ήταν αποτελεσματική, ιδίως της υπηρεσίας ασύλου καθώς επίσης και των στελεχών του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, της Ύπατης Αρμοστείας και του ΚΕΕΛΠΝΟ». Στη συνέχεια ο κ. Αβραμόπουλος ανέφερε για ακόμη μία φορά ότι «η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει να δείχνει αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και την Ιταλία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συνεχίσει να παρέχει οικονομική και πρακτική στήριξη στα κράτη-μέλη που θα συνεχίσουν τις μετεγκαταστάσεις», ενώ παράλληλα τόνισε την ιδιαίτερη προσπάθεια που έχει γίνει «για την αποτελεσματική καταπολέμηση των εγκληματικών δικτύων των διακινητών».
Αναφερόμενος στις συνθήκες υποδοχής για τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο, συμπεριλαμβανομένων των ευάλωτων ατόμων και των ασυνόδευτων ανηλίκων, ο κ. Αβραμόπουλος συμπλήρωσε ότι «έχει υπάρξει βελτίωση, πρέπει όμως να ενταθούν οι προσπάθειες για την επιτάχυνση των διαδικασιών χορήγησης ασύλου ώστε να μειωθεί ο χρόνος παραμονής των αιτούντων -κυρίως στα νησιά. Δεν είμαστε εκεί όπου βρεθήκαμε πριν από δυόμισι, τρία χρόνια. Σίγουρα τα πράγματα δεν είναι έτσι κι αξίζει δημόσιος έπαινος σε όλους όσοι εργάστηκαν κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες για να δημιουργήσουν ένα καλύτερο και πιο ανθρώπινο περιβάλλον για τους πρόσφυγες».
Όσον αφορά την κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, ο επίτροπος Μετανάστευσης υποστήριξε ότι «η συμφωνία ΕΕ- Τουρκίας ισχύει και συνεχίζει να φέρνει αποτελέσματα αλλά η κατάσταση στο μεταναστευτικό παραμένει ασταθής.
Γι’ αυτό πρέπει να διατηρηθεί και να εντατικοποιηθεί η εφαρμογή της δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας ώστε να επιταχυνθούν οι επιστροφές προς την Τουρκία με την παράλληλη αύξηση της χωρητικότητας των προαναχωρησιακών κέντρων. Πρέπει να ολοκληρωθούν τα έργα βελτίωσης κι αναβάθμισης των υποδομών σύμφωνα με τα πρότυπα της ΕΕ και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας για τους ασυνόδευτους ανήλικους ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αύξηση των καταλυμάτων στέγασής τους».
Καταλήγοντας ο κ. Αβραμόπουλος υπογράμμισε: «Είναι σημαντική η διαρκής αξιοποίηση κι απορρόφηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων που παρέχονται προς την Ελλάδα μέσω των εθνικών προγραμμάτων. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε για τη βελτίωση των συνθηκών κι αυτού του χώρου αλλά και παρόμοιων χώρων στην υπόλοιπη Ελλάδα και στα νησιά».
Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας που είχε ο Δημήτρης Αβραμόπουλος με τις οικογένειες προσφύγων, αναφέρθηκε στις προσπάθειες που γίνονται από Ευρώπη και Ελλάδα για την μέριμνα σχετικά με την ασφάλειά τους, καθώς, όπως συμπλήρωσε, «αυτές είναι οι αρχές του ευρωπαϊκού και του ελληνικού πολιτισμού».
Από την πλευρά του ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Δημήτρης Βίτσας, επισήμανε ότι «η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ανθρωπιστικό της καθήκον -ευρωπαϊκό κι εθνικό της- να συνεχίσει ένα δρόμο προστασίας των αιτούντων άσυλο προσφύγων και μεταναστών και να λύσει τα προβλήματά τους. Το προσφυγικό-μεταναστευτικό είναι ένα ζήτημα που ορίζεται ως ανθρωπιστικό καθήκον αλλά συγχρόνως χρειάζεται μία κεντρική ευρωπαϊκή διαχείριση.
Ο υπουργός, αναφερόμενος στις αυξημένες ροές που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα, σημείωσε ότι «είναι ένα ζήτημα που πρέπει να επανασχεδιάσουμε». Ακόμη ο κ. Βίτσας ανέφερε ότι «μέχρι το 2019 θέλουμε να φτάσουμε τα 1.000 άτομα προσωπικό στην υπηρεσία ασύλου. Αλλά αυτοί είναι αριθμοί, σημασία έχει η υπηρεσία ασύλου να είναι εκεί όπου χρειάζονται -και εδώ, και στα νησιά, και στον Έβρο. Δουλεύουμε για έναν κοινό σχεδιασμό για έναν κοινό μηχανισμό ώστε να βελτιώσουμε τις υπάρχουσες συνθήκες».
Όσον αφορά τα διαμερίσματα φιλοξενίας προσφύγων στη Λιβαδειά, ο υπουργός υποστήριξε ότι «η Λιβαδειά είναι κάτι σαν οδηγός. Θέλουμε να εφαρμόσουμε προγράμματα σε μια σειρά από άλλες πόλεις με τη συνεργασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία θα πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο, αλλά και με τη βοήθεια διεθνών οργανισμών με πρώτη την Ύπατη Αρμοστεία».
Επιπλέον ο κ. Βίτσας ανακοίνωσε ότι τη Δευτέρα θα ξεκινήσει το πρόγραμμα «HELIOS» το οποίο, σύμφωνα με τον υπουργό, «θα έχει 4 βασικά κομμάτια: α) ελληνομάθεια, β) επαγγελματικό προσανατολισμό, γ) καταγραφή των δεξιοτήτων, δ) κοινωνιοψυχολογική στήριξη». Καταλήγοντας, τόνισε ότι «σε σύντομο χρονικό διάστημα θα τεθεί προς διαβούλευση το εθνικό σχέδιο ένταξης των προσφύγων κι θα ακολουθήσουν νομοθετικές πρωτοβουλίες».
Με τη σειρά της η δήμαρχος Λιβαδειάς, Γιώτα Πούλου, αναφέρθηκε στην επιτυχή πορεία του προγράμματος που εφαρμόζεται στην περιοχή, «το οποίο αποτελεί πρότυπο και για άλλους δήμους της χώρας, αλλά και στα οφέλη που έχει για την τοπική κοινωνία. Σημείωσε ότι το επόμενο στάδιο του προγράμματος είναι οι διαδικασίες ένταξης και ενσωμάτωσης των προσφύγων, όπως η έκδοση νομιμοποιητικών εγγράφων, καθώς και η ένταξη του Δήμου Λεβαδέων στο πρόγραμμα HELIOS και στο Δίκτυο Πόλεων που υλοποιούν αντίστοιχα προγράμματα και συνεργάζονται για την εύρεση ευρωπαϊκών πόρων για τη συνέχισή τους».